Η απόφαση της Αστυνομίας να απαγορεύσει την είσοδο σε συγκεκριμένα πρόσωπα στα γήπεδα είναι πρακτική που εφαρμόζεται και στο εξωτερικό. Την ώρα του αγώνα, αυτά τα άτομα καλούνται σε αστυνομικό σταθμό και παραμένουν εκεί υπό περιορισμόν. Όταν λήξει ο αγώνας, αφήνονται ελεύθερα. Είναι προφανής ο λόγος αυτής της πρακτικής. Κάποιοι που θεωρούνται ταραξίες τίθενται εκτός «μάχης». Με προληπτικά μέτρα.
Στην Κύπρο, ο νέος νόμος για τη βία στα γήπεδα καλύπτει με καθαρότητα την απαγόρευση εισόδου στα γήπεδα, αλλά δεν προνοεί για περιορισμό των προσώπων σε αστυνομικό σταθμό. Απλώς, τα πρόσωπα αυτά ειδοποιούνται να μην πάνε στο γήπεδο. Αν δεν πειθαρχήσουν, διαπράττουν ποινικό αδίκημα και έχουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του νόμου.
Σε όλη αυτή την ιστορία του αποκλεισμού από τα γήπεδα ατόμων που είναι επιρρεπή στη δημιουργία εκτρόπων, οφείλουν να εμπλακούν ενεργά και τα ίδια τα σωματεία. Διότι είναι αυτά που πληρώνουν τα σπασμένα από τη δημιουργία των εκτρόπων.
Η εμπλοκή των σωματείων, στον εντοπισμό ταραξιών, δεν πρέπει να θεωρείται κατάδοση. Αντίθετα, είναι επιβαλλόμενη ενέργεια, για προστασία του ποδοσφαιρικού προϊόντος, που με τόσο κόπο και έξοδα παράγουν τα σωματεία. Όταν αυτό το προϊόν υπονομεύεται συστηματικά από ορισμένα άτομα, δεν μπορείς να μένεις αδρανής.
Η Αστυνομία δεν πρέπει να αφήνεται μόνη στην αντιμετώπιση των χουλιγκανισμών στα γήπεδα. Πρέπει να έχει την ουσιαστική στήριξη των σωματείων. Τα οποία είναι σε θέση να συγκεντρώνουν πληροφορίες για οπαδούς(;) ταραξίες. Και, επαναλαμβάνουμε: Αυτή η συνεργασία με την Αστυνομία δεν αποτελεί κατάδοση.