Χωρίς τσιγκουνιά στο γελοίο και τη γελοιότητα - Το συγγραφικό δίδυμο Νίκου Μουτσινά - Τζένης Διαγούπη, μετά την τεράστια επιτυχία της πρώτης τους συγγραφικής συνεργασίας, μας παρουσιάζουν το νέο τους έργο, την κωμωδία «Τα Βαφτίσια»

ΑΡΧΙΣΑ να γράφω γιατί δεν έβρισκα δουλειά στο θέατρο, όχι γιατί απέρριψα εβδομήντα προτάσεις

Σπάνια βρίσκεις έναν άνθρωπο να είναι ταυτόχρονα εύστροφος, εύστοχος, ετοιμόλογος, με αβίαστο χιούμορ, χαμογελαστός και πάρα πολύ απλός. Όλα τα πιο πάνω συνθέτουν τον Νίκο Μουτσινά, με τον οποίο είχα τη χαρά να συζητήσω κάτω από ένα δέντρο, καθήμενη στο παγκάκι της αυλής - αφού είχε απορρίψει την ιδέα να κλειστούμε σε ένα γραφείο.
«Τα βαφτίσια» ήρθαν στην Κύπρο για να κλείσουν τον κύκλο της περιοδείας τους γι' αυτό το καλοκαίρι. Το συγγραφικό δίδυμο Νίκου Μουτσινά - Τζένης Διαγούπη, μετά την τεράστια επιτυχία της πρώτης τους συγγραφικής συνεργασίας «Ψέκασα την Ελίζα», μας παρουσιάζουν το νέο τους έργο, την κωμωδία «Τα Βαφτίσια».

Γιατί κωμωδία;
Επέλεξα κωμωδία επειδή και μ’ αρέσει εμένα σαν είδος, αλλά και επειδή η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα είναι λίγο δραματική. Ο κόσμος έχει ένα λόγο παραπάνω να θέλει να γελάσει. Πάντα θέλει ο κόσμος να γελά, τώρα όμως με αυτήν την κατάσταση είναι ένας λόγος παραπάνω.

Ανταποκρίνεται το κοινό;
Ναι! Γελάει ο κόσμος. Δηλαδή αυτές τις 2 ώρες ξεχνιούνται… γελάνε! Και γελάνε δυνατά - αυτό ξέρεις είναι από τα πολλά νεύρα, την πολλή πίεση και θέλεις να ξεδώσεις λίγο. Γελάνε με την καρδιά τους και αυτό μας κάνει και εμάς διπλά χαρούμενους.

Γιατί «Τα Βαφτίσια» και όχι κάτι άλλο;
Δεν ξέρω γιατί μας ήρθε αυτή η ιδέα. Απλώς σκεφτόμασταν και το δικό μου σόι και το σόι της Τζένης… καλά το δικό μου το σόι είναι για το ψυχιατρείο, αποφασίσαμε λοιπόν να εντάξουμε κάποια από τα στοιχεία τους στο έργο. Και όλο αυτό με την ελληνική οικογένεια, που λόγω της οικονομικής κρίσης όλοι επιστρέφουν στα σπίτια τους, μας έδωσε επιπλέον ώθηση. Επίσης το έργο θυμίζει κάτι από ελληνικό κινηματογράφο, και επειδή λατρεύουμε και οι δυο τον ελληνικό κινηματογράφο, σκεφτήκαμε να έχουμε μια τέτοια αναφορά.

Κουραστήκατε; Γυρίσατε όλη την Ελλάδα και τώρα στην Κύπρο.
Αυτή η περιοδεία ήταν σαν μια εκτεταμένη πενταήμερη. Περάσαμε πάρα πολύ ωραία. Κουραστήκαμε πολύ, σωματικά, αλλά ήταν τόσο ωραίο αυτό που συνέβαινε, με τον κόσμο, που περνούσε καλά, που επισκίαζε όλη την κούραση.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να σκηνοθετείς, να γράφεις και να πρωταγωνιστείς;
Ήταν δύσκολο. Πέρσι που σκηνοθετήσαμε μαζί με τη Ζωή Ξανθοπούλου την παράσταση «Ψέκασα την Ελίζα» είχα πολύ πιο μικρή συμμετοχή, οπότε μου ήταν πολύ πιο εύκολο. Τα «Βαφτίσια», όμως, επειδή είναι όλοι οι ρόλοι μαζί, ήταν αρκετά δύσκολο. Για να καταλάβεις, τον δικό μου ρόλο τον βρήκα τελευταίος από όλους. Έδινα πολύ μεγάλη προσοχή σε όλο το υπόλοιπο και άφησα πίσω εμένα. Μου αρέσει, όμως, πάρα πολύ η σκηνοθεσία.

Αν σε επέλεγαν για μια παράσταση για πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά όχι για σκηνοθέτη, θα πήγαινες;
Μα και πρωταγωνιστικό ρόλο να μην έχω δεν με ενοχλεί. Άρχισα να γράφω γιατί δεν έβρισκα δουλειά στο θέατρο, όχι γιατί απέρριψα εβδομήντα προτάσεις. Όχι! Ηθοποιός είμαι έτσι κι αλλιώς. Ήθελα να παίξω θέατρο. Δεν με παίζεις; Θα το γράψω μόνος μου!

Θα συνεργαζόσουν με κάποιον μόνο και μόνο επειδή είναι πιασάρικο το όνομά του;

Όχι! Και το λέω τόσο απόλυτα, γιατί είναι η αλήθεια! Το να συμβεί να συνεργαστώ με ένα όνομα που τυχαίνει να είναι πιασάρικο, αλλά και μου κάνει για τον ρόλο, πολύ ευχαρίστως. Μόνο, όμως, για τη μαρκίζα, ποτέ! Το ζητούμενο και η μαγκιά είναι φεύγοντας από την παράσταση να πούνε «Τι ωραία που περάσαμε» και να το πουν και σε άλλους να έρθουν. Να μη χρειάζεσαι μόνο «κράχτες» σε μια φωτογραφία. Στις δυο δουλειές που έκανα, δεν το έχω κάνει εξ επί τούτου.

Πώς είναι να δουλεύεις με φίλους;
Νομίζω είναι δίκοπο μαχαίρι. Εγώ νομίζω είμαι στην καλή πλευρά, ακόμα! Έχεις μια χημεία, μιαν αμεσότητα με τους φίλους σου. Όταν κάποιος σε καλεί να λάβεις μέρος σε μια παράσταση και λες «θα έρθω», αυτόματα εκείνη τη στιγμή ο άλλος σε εμπιστεύεται. Δεν χρειάζεται επιβολή. Χρειάζεται εμπιστοσύνη.

Από πού εμπνέεσαι για τα έργα σου;

Από την καθημερινότητα. Μ’ αρέσει να σχολιάζω ούτως ή αλλιώς - και μόνος μου! Δεν χρειάζεται να τα λέω στην τηλεόραση. Βλέπω, έχω τα μάτια μου ανοιχτά, παρακολουθώ ό,τι μπορώ να πιάσω! Κάποια στιγμή όλα αυτά μπορεί να δεθούν. Μπορεί, για παράδειγμα, να έχω μια ιδέα για κάτι και θα ξεκινήσω να βρίσκω το όλο σκηνικό γύρω του.

Είχαν επιτυχία και τα δυο έργα σου.

Ναι! Και ήταν εντελώς διαφορετικά. Η «Ελίζα» ήταν πιο σκοτεινό, σουρεαλιστικό, «Τα Βαφτίσια» είναι… χαρά Θεού. Είναι κωμωδία, και δεν κάναμε κανένα τσιγκουνιό στο γέλιο και στη γελοιότητα. Υπάρχουν στιγμές σουρεαλισμού, αλλά στιγμές! Για παράδειγμα, μπορεί εκεί που καθόμαστε να σηκωθούμε να χορέψουμε, ενταγμένα στην παράσταση πάντα, αλλά θεότρελα. Αλλά μ’ αρέσει λίγο να τραβάω τις καταστάσεις.

Τι είναι επιτυχία και τι αποτυχία για σένα;
Επιτυχία είναι νομίζω να μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις και να έχει το αντίκρισμα που θέλεις και περιμένεις, αν δεν έχεις στόχο φυσικά να κατακτήσεις το Μανχάταν, και ο στόχος σου είναι κάτι πιο εφικτό. Αποτυχία είναι όταν αισθάνεσαι ότι σου παίρνουν το παιχνίδι από τα χέρια! Γιατί το έχεις επιλέξει για να παίξεις, να περάσεις καλά, να ασχοληθείς. Ό,τι και να είναι αυτό, δουλειά, προσωπικές ή φιλικές σχέσεις και όταν κοπεί ξαφνικά λες «Όχι! Γιατί;».

Ή αν το έχεις προγραμματίσει τόσο καλά στον εγκέφαλό σου, -πολλές φορές πιστεύουμε ότι είμαστε ο Μπάτμαν αλλά τελικά είμαστε ο Ρόμπιν, στην καλύτερη των περιπτώσεων-, έχεις ανεβάσει τόσο πολύ τις προσδοκίες σου και ξαφνικά γίνονται λίγο λιγότερες απ’ ό,τι περίμενες και γυρνάς και λες «Αποτυχία». Νομίζω αποτυχία μπορείς να χαρακτηρίσεις κάτι 3 δευτερόλεπτα πριν πεθάνεις… γιατί αυτά φαίνονται στον χρόνο. Μπορεί κάτι, δηλαδή, να μη σου βγει όπως το περίμενες, αλλά εξαιτίας αυτού να γίνει κάτι άλλο, καλύτερο. Και στην επιτυχία το ίδιο συμβαίνει. Πρέπει να δεις στο βάθος του χρόνου και να πεις «έκανα επιτυχίες, έκανα αποτυχίες».

Στη χρυσή εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου
Η ΙΣΤΟΡΙΑ της παράστασης, που σε παραπέμπει στη χρυσή εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου, αφορά στη βάφτιση του παιδιού του Σωτήρη Παπατζάλα (Νίκος Μουτσινάς) και της γυναίκας του Βικτωρίας Τρικούπη - Παπατζάλα (Μαρία Σολωμού). Το ζευγάρι μένει με τη μητέρα του Σωτήρη, Χρυσούλα Παπατζάλα (Φωτεινή Ντεμίρη), η οποία πάσχει από άνοια, και τη Ρωσίδα που την προσέχει, Μπόρτα Πομόλοβα (Αθηνά Οικονομάκου).

Με αφορμή τα βαφτίσια, δέχονται στο σπίτι τους τον αδερφό του Σωτήρη, Λευτέρη Παπατζάλα (Θανάσης Αλευράς), τη γυναίκα του, Μπία Παπατζάλα (Τζένη Διαγούπη) αλλά και την κουμπάρα τους από την Αμερική, Καλλιόπη Τάπας (Ελένη Καρακάση). Τι συμβαίνει, όμως, όταν μια οικογένεια με πολλά μυστικά συναντιέται ξανά; Ποιες αλήθειες λέγονται, που οδηγούν σε απανωτές ανατροπές και κωμικά ξεκατινιάσματα; Πόσο χαμηλά θα πέσουν οι συγγενείς; Και τελικά το μεγάλο ερώτημα: «Θα γίνουν τα βαφτίσια;». Τη σκηνοθεσία υπογράφουν ο Νίκος Μουτσινάς και η Ζωή Ξανθοπούλου, τα σκηνικά η Λία Ασβεστά, τα κοστούμια η Έβελιν Σιούπη και τους φωτισμούς ο Περικλής Μαθιέλλης.

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ, 16 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ, Αμφιθέατρο Λακατάμειας.
ΤΡΙΤΗ, 18 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, ΛΑΡΝΑΚΑ, Παττίχειο Δημοτικό Αμφιθέατρο.