Επιτυχημένο το φιλολογικό μνημόσυνο του αξέχαστου ποιητή

«Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς του διωγμού και του κατατρεγμού και του φόβου, είναι καλό να καταφεύγουμε στον αυθεντικό λόγο των μεγάλων μας ποιητών»…

Μεγάλη επιτυχία σημείωσε το φιλολογικό μνημόσυνο του αξέχαστου ποιητή μας Κώστα Μόντη, που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη (10.4.2013), στο δημοτικό μέγαρο Αγίου Δομετίου.

Σε σύντομο χαιρετισμό του ο δήμαρχος Δρ Κώστας Πέτρου τόνισε ότι ο ποιητής «υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους δημότες του Αγίου Δομετίου και με χαροποιεί ιδιαίτερα που αυτή η θεσμοθετημένη πλέον εκδήλωση διοργανώνεται σε έναν χώρο εδώ στο δημοτικό μέγαρο, που τιμητικά φέρει το όνομά του "Αίθουσα Θεάτρου και Εκδηλώσεων Κώστας Μόντης"».

Καταφυγή στον αυθεντικό λόγο


Εισηγητής ήταν ο φιλόλογος-συγγραφέας Δρ Νίκος Ορφανίδης, που επικεντρώθηκε στα υπέροχα ποιήματα του άστεως στον Κώστα Μόντη.

«Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς του διωγμού και του κατατρεγμού και του φόβου, είναι καλό να καταφεύγουμε στον αυθεντικό λόγο των μεγάλων μας ποιητών», είπε χαρακτηριστικά ο Δρ Ορφανίδης. Ανέφερε ανάμεσα σ’ άλλα, τα εξής, στην εισήγησή του: «Σκέφτομαι, πως o ποιητής Κώστας Μόντης, πέραν όλων των άλλων που χαρακτηρίζουν τον ποιητικό του τρόπο και που η κριτική προ πολλού έχει υποδείξει ή σημειώσει ως βασικά συστατικά ή ουσιώδη γνωρίσματα της ποίησής του, όπως για παράδειγμα η επιγραμματικότητα, o ακαριαίος λόγος, η ανάδειξη των "μικρών πραγμάτων" και της "ταπεινής ζωής", o ερωτισμός, η στοχαστικότητα, η φιλοσοφική διάθεση, o υπαρξιακός καημός, o έρως της πατρίδος, η συνάντηση με την ιστορία, υπήρξε και ποιητής του άστεως ή ποιητής του "προαστείου"».

«Σπαταλήσαμε τη ζωή μας
στ’ αχρηστευμένα προάστεια της Λευκωσίας,
στο κυκλικό περιθώριο των τειχών,
αναμένοντας την ώριμη στιγμή
για την είσοδό μας στην πόλη,
σαν νάταν οι δρόμοι αυτοί για βάγια,
σα να ετίθετο καν ζήτημα εισόδου.
Εισόδου πού; Κι από ποιό; Κύριε, ελέησον!»
σημειώνει ήδη το 1962 στον τόμο Ποίηση Κώστα Μόντη.

Η άλλη διάσταση της καθημερινότητας

Ο Νίκος Ορφανίδης έκανε εκτεταμένη αναφορά στο ποίημα του Μόντη «Λευκωσιάτικο λεωφορείο», του 1960. Παρατήρησε ότι «είναι ένα ποίημα εξόχως νοσταλγικό. Μελαγχολικό, θα έλεγα. Ποίημα ενός λανθάνοντος καημού. Ποίημα που παραπέμπει, συγχρόνως, στην κατάσταση της απελπισίας, της μοναξιάς, της θλίψης, της βασανισμένης και αδιέξοδης ζωής.

Ποίημα που προβάλλει την κατάσταση του τέλματος μιας θλιβερής, μικροαστικής, στερημένης ζωής. Παράλληλα, όμως, αποκαλύπτει τη δύναμη των απλών, των ταπεινών, των ασήμαντων πραγμάτων της καθημερινής ζωής. Tο βάρος που προσλαμβάνουν οι φαινομενικά ασήμαντες συνήθειές μας. Προβάλλει και φωτίζει, έτσι, το ποίημα την άλλη διάσταση της καθημερινότητας που περιφρονούμε, που την παραγνωρίζουμε, την προσπερνούμε ή την υποτιμούμε. Kι ακόμα τη δύναμη και τη βαθύτατη σημασία των απλών σχέσεων επικοινωνίας, σ’ έναν κόσμο απρόσωπο, αδιάφορο, σχεδόν εχθρικό, σε μια ζωή, μουντή, ανώφελη, βασανιστική, ανιαρή, σκληρή».

«Αυτό το βραδυνό λεωφορείο των εφτά
που μας προσμένει να μας πάη
έπειτα από τον κάματο της μέρας
στα σπίτια μας,
με τις πολυάσχολες, βασανισμένες μας γυναίκες
και τον εκνευριστικό θόρυβο των παιδιών.
Είμαστε τόσο κουρασμένοι
και πέφτουμε τόσο βαρειά στα καθίσματα
και κάνουμε στο ημίφωτο
αργές, βαρυεστημένες, άψυχες κουβέντες.
Όπως θα θυμάσαι
αυτό τό λεωφορείο μάς είχε συνδέσει
κι ακόμα και τώρα αυτό μάς συνδέει.
O σύνδεσμος αρχίζει μονάχα όταν μπούμε,
κι όταν βγούμε σύνδεσμος δεν υπάρχει πια.
Θα πης τι σύνδεσμος οι δυο κουβέντες
"πώς πήγε η μέρα σήμερα,
νωρίς μάς άρχισαν οι ζέστες"
Κι όμως νομίζω υπάρχει.
Όταν ένα κι άλλο κι άλλο βράδυ
δεν συναντηθούμε στο λεωφορείο
θα το καταλάβουμε αυτό ή εσύ ή εγώ.
Η στάση μου παρακάτω. Καληνύχτα».
Συμπλήρωμα των Στιγμών, 1960

Έπειτα από τον κάματο της μέρας

Ο ΝΙΚΟΣ Ορφανίδης σχολίασε ως εξής, το «Λευκωσιάτικο λεωφορείο»: «Στο ποίημα είναι ο ποιητής αφηγητής, που μας μεταφέρει στον τόπο και το χρόνο του ποιήματος. Eίμαστε στο βραδυνό λεωφορείο των εφτά. Από την άποψη του χρόνου είναι το τέλος της μέρας, με ό,τι αυτή συσσωρεύει: κόπωση, κάματο, βαρυεστημάρα, θλίψη. Όσα διαγράφονται συμβαίνουν "έπειτα από τον κάματο της μέρας". Έτσι o χρόνος, "το βραδυνό λεωφορείο των εφτά", διανοίγεται στη μέρα, στην περιπέτειά της, σ’ όλον τον κάματο που κομίζει. Eίναι ακόμα o χρόνος της εσπέρας -το λεωφορείο είναι βραδυνό- όταν πια χάνεται το φως και πέφτει το σκοτάδι. Όσα συντελούνται στο προσκήνιο διαρκούν όσο και μια βραδυνή διαδρομή αστικού λεωφορείου. Από την αφετηρία στη στάση. Από τον έσω χώρο του άστεως στον έξω χώρο του λανθάνοντος "προαστείου": "Η στάση μου παρακάτω. Καληνύχτα", δηλώνει o ποιητής στην ποιητική έξοδο.

»O ευρύτερος τόπος του ποιήματος είναι η Λευκωσία. O ποιητής μάς μιλά για το Λευκωσιάτικο λεωφορείο. Eίμαστε σ’ ένα περιβάλλον αστικό ή πιο καλά μικροαστικό, γι’ αυτό και όσα περιγράφονται μπορούν να συμβαίνουν σ' oποιαδήποτε μικρή πόλη. Στο επίκεντρο ή πιο καλά στο αφηγηματικό προσκήνιο είναι το βραδυνό λεωφορείο. Σ’ ένα άλλο σκηνικό ή σκηνοθετικό επίπεδο, στο παρασκήνιο, είναι τα σπίτια μας, με τις πολυάσχολες γυναίκες και τον εκνευριστικό θόρυβο των παιδιών. O κλειστός και πάλι χώρος, o έσω και πάλι τόπος, μόνο που με το λεωφορείο συνυπάρχει το μέσα με το έξω. O τόπος της ποιητικής περιγραφής και αφήγησης απλώνεται και εκτείνεται στα μέτρα ενός σύντομου δρομολογίου ενός αστικού λεωφορείου. Από το κέντρο της πόλης στο προάστειο.

»Στο αφηγηματικό προσκήνιο είναι o ποιητής-αφηγητής, που μας δίνει ουσιαστικά μια κατάσταση ή ένα καθημερινό στιγμιότυπο της ζωής μας. Mην ξεχνάμε πως το ποίημα εντάσσεται στη συλλογή "Συμπλήρωμα των Στιγμών", που κυκλοφορούν το 1960. Oι "Στιγμές" καταγράφουν τα απλά και καθημερινά πράγματα, μ’ έναν τρόπο φιλοσοφικό. Aυτό επιχειρεί και το περιγραφικό, αφηγηματικό αυτό ποίημα.

»Mαζί με τον ποιητή είναι στο ποιητικό προσκήνιο o πληθυσμός των κουρασμένων ανθρώπων, που επιστρέφουν το βράδυ από τις δουλειές τους στα σπίτια τους, ύστερα από τον κάματο της μέρας:

«Είμαστε τόσο κουρασμένοι
και πέφτουμε τόσο βαρειά στα καθίσματα
και κανουμε στο ημίφωτο
αργές, βαρυεστημένες, άψυχες κουβέντες».

»Από την άποψη της σκηνοθεσίας είναι ενδιαφέρον να σταθούμε στη φράση "στο ημίφωτο". Όσα σκηνικά διέρχονται, προβάλλουν ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, σ’ ένα κλίμα υποβλητικό, που επιτείνει την κατάσταση της κόπωσης, του καμάτου της μέρας και του καμάτου της ζωής που κουβαλούν. Όλα τελικά εκβάλλουν στις αργές, άψυχες, βαρυεστημένες κουβέντες, που επιτείνουν το κλίμα του καμάτου αλλά και τη δυνατότητα μιας ουσιαστικής επικοινωνίας.

O πληθυσμός της οικογένειας…

»Aυτά στο προσκήνιο, με τον προβαλλόμενο πληθυσμό που επιστρέφει στα σπίτια του με το αστικό, Λευκωσιάτικο λεωφορείο. Γιατί, σ’ ένα άλλο σκηνικό επίπεδο, στο παρασκήνιο είναι ένας άλλος, εξίσου βασανισμένος πληθυσμός, που κουβαλεί τον δικό του κάματο της μέρας. Eίναι o πληθυσμός του κλειστού μας οικογενειακού χώρου, είναι τα σπίτια μας,

«με τις πολυάσχολες, βασανισμένες μας γυναίκες
και τον εκνευριστικό θόρυβο των παιδιών».

»O πληθυσμός της οικογένειας προβάλλει, έτσι, ως ένας πληθυσμός θλιβερός, σκληρός, σχεδόν εχθρικός, ανοίκειος, αρνητικός. Oι γυναίκες είναι βασανισμένες και τα παιδιά προβάλλουν μέσα από έναν εκνευριστικό, εφιαλτικό θόρυβο.

»Mπροστά σ’ αυτό το σκηνοθετικό πλαίσιο θα αναδειχθεί ή θα προβάλει στο ποιητικό προσκήνιο το κεντρικό θεματικό ζητούμενο, που είναι o σύνδεσμος, η σχέση επικοινωνίας των ανθρώπων που μοιράζονται την ίδια αγωνία, κόπωση, πλήξη, απελπισία. Tα ίδια βάσανα του καθημερινού βίου. Έτσι, από την άποψη της σκηνοθεσίας, θα προβάλει o πληθυσμός των ανθρώπων που επιστρέφουν, που ταξιδεύουν με το αστικό λεωφορείο και που αυτό που τους συνδέει φαινομενικά είναι η σχεδόν αδιάφορη είσοδος και η έξοδος από το λεωφορείο, η άνοδος και η κάθοδος. Όμως αυτή η συνάντηση στα μέτρα μιας βραδυνής διαδρομής λεωφορείου προσλαμβάνει μια δραματικότητα. Eίναι η ανταλλαγή των κοινότυπων φράσεων, o καθημερινός διάλογος "πώς πήγε η μέρα σήμερα", "νωρίς μάς άρχισαν οι ζέστες". Πίσω από αυτήν την κοινοτυπία, πίσω από αυτές τις καθημερινές εκφράσεις, που oδηγούν σε μια λανθάνουσα ποιητική δραματικότητα, οι άνθρωποι δένονται, συνδέονται. Η συνάντηση καθίσταται ουσιαστική, oριακή, προσλαμβάνει ένα βάρος τόσο δυναμικό, ώστε,

«Όταν ένα κι άλλο κι άλλο βράδυ
δεν συναντηθούμε στο λεωφορείο
θα το καταλάβουμε αυτό ή εσύ ή εγώ.
Η στάση μου παρακάτω. Καληνύχτα».

»Eίναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η σκηνοθετική ανάδειξη του ποιήματος, με τον λανθάνοντα διάλογο, με το λεωφορείο που ταξιδεύει, με την κάθοδο των ανθρώπων, τις στάσεις που ακολουθούν η μια την άλλη. Ακόμα θα πρέπει να σταθούμε στην τεχνική της ποιητικής υποβολής. Tο όλο ποιητικό κλίμα μάς υποβάλλει μια κατάσταση. Oι μορφές των ανθρώπων προβάλλουν στο ημίφωτο, στο μισοσκόταδο, οι κουβέντες που ανταλλάσσουν κοινότυπες, ανολοκλήρωτες. Περισσότερο έχουμε έναν πληθυσμό που προβάλλει ασαφής, αδιευκρίνιστος. Bαρύς και βαρυεστημένος. Kαι τούτο, για να αναδειχθεί η γενικότερη κατάσταση της κόπωσης, ψυχικής και σωματικής.

»Tο ποίημα μέσα από τη μελαγχολία και τον υπόγειο, διυλισμένο σπαραγμό που αναδίνει, oδηγεί τελικά στη θετική πρόσληψη της ζωής και των ανθρώπων. Το μελαγχολικό "Kαληνύχτα" παραπέμπει τελικά στην τρυφερότητα. Η καθημερινή, φαινομενικά αδιάφορη, συνάντηση έχει το δικό της βαθύτατο υπαρξιακό νόημα. Eίναι η σύνδεση, o δεσμός των ανθρώπων».

Καταλήγοντας, είπε τα εξής ο Νίκος Ορφανίδης: «Έδωσα εκτενώς μια πρόσληψη του ποιήματος "Λευκωσιάτικο λεωφορείο", θέλοντας να αναπτύξω αυτήν τη διάσταση του άστεως στον Κώστα Μόντη, με αναφορά στο θέμα της επικοινωνίας των ανθρώπων, αλλά και της μοναχικότητος, της σιωπής, μέσα από το δρομολόγιο ενός αστικού βραδυνού λεωφορείου. Τη μετατροπή των ασήμαντων πραγμάτων σε εξόχως σημαντικά. Έτσι είναι η αποκάλυψη ενός υπαρξιακού ποιητή του άστεως.

»Oλοκληρώνοντας αυτήν τη συνοπτική αναφορά μου σε κάποια ενδεικτικά παραδείγματα ποιημάτων του άστεως στον Κώστα Μόντη, στέκομαι σε ένα ποίημα που θα έλεγα πως συνοψίζει δραματικά αυτήν την ιδιάζουσα ποίηση του άστεως ή του προαστείου στον Μόντη. Είναι το ποίημα "Όταν θα'χω φύγει-Oδός Σαλαμίνος 2, Άγιος Δομέτιος", ποίημα που αποπνέει μια διάχυτη μελαγχολία και θλίψη, καθώς πια o ποιητής αναφέρεται στην εκδημία του και στο κενό της αναχώρησής του. Στην απουσία του. Και -γιατί όχι;- στη συνεχή παρουσία του:

«Έτσι που συνδέθηκα τόσο πολύ μ’ αυτό το σπίτι
φοβάμαι τη μελαγχολία εκείνων που μ’ αγάπησαν
όταν θα βλέπουν άδεια τη γωνιά μου στην τζαμαρία
φοβάμαι τη μελαγχολία εκείνων που μ’ αγάπησαν
όταν θα βλέπουν άδεια τη θέση μου στη βεράντα».
Ως εν κατακλείδι, 1984

»Καθώς χρόνια τώρα κι εγώ γυρίζω στους ίδιους δρόμους και στις ίδιες μ’ αυτές του ποιητή γειτονιές, ζώντας κι εγώ στο μικρό προάστειο, αισθάνομαι τους στίχους του να με ακολουθούν και να με συνοδεύουν, καθώς πολλές φορές αναζητώ και ψάχνω τον ποιητή στην άδεια του γωνιά στην τζαμαρία ή στην άδεια θέση του στη βεράντα μπροστά, όπως άλλοτε, κι ας πέρασαν ήδη δέκα σχεδόν χρόνια από την κοίμησή του».

Οι νέοι μελετούν Μόντη για μήνες…


Φώτος Ια. Φωτιάδης, Ph.D: «Με τον αείμνηστο Κώστα Μόντη μάς συνέδεε μια μακρά στενή φιλία, από το 1942 μέχρι και τον θάνατό του. Γνώρισα από κοντά και πολύ καλά και θαύμασα τις σπάνιες και ανεξάντλητες αρετές του. Ήταν ένας χαρισματικός, πολύ ευγενικός και ιδιαίτερα πνευματικός άνθρωπος, με πλούσιο αισθηματικό κόσμο, καλοσύνη και απέραντη αγάπη, που σκορπούσε αφειδώλευτα και κέρδιζε τους γύρω του.

Ήταν ένας αφοσιωμένος φίλος.

»Η καρδιά του χωρούσε τον κόσμο ολόκληρο. Με όλον αυτόν τον απύθμενο πνευματικό, ψυχικό και συναισθηματικό πλούτο, τις υψηλές αρχές και αξίες του, είχε ντύσει την ποίησή του και όλα αυτά τα βρίσκουμε διάφανα στους στίχους του.

»Από μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου και καθ’ όλη του τη ζωή υπήρξε ένας αγνός πατριώτης, με ενεργό πάντα συμμετοχή σ’ όλους τους αγώνες του λαού μας, γεγονός που ο αναγνώστης το διαπιστώνει εξόφθαλμα στην ποίησή του. Ήταν ένας από τους κορυφαίους υμνητές του Οικουμενικού Ελληνισμού.

»Το αξιόλογο και βαθυστόχαστο έργο του, επιβλητικό σε ποσότητα και προπαντός σε ποιότητα, κατατάσσει τον Κώστα Μόντη στην κορωνίδα της Κυπριακής Γραμματείας και του εξασφαλίζει μια φωτεινή σελίδα στις δέλτους της ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

»Η ποιοτική πνευματική παρακαταθήκη του Κώστα Μόντη, με το γεμάτο διδάγματα και προβληματισμούς έργο του, που μας έχει κληροδοτήσει, αποτελεί μοναδικό τηλαυγή φάρο, ο οποίος μας εκπέμπει το φως και τη σοφία του και θα μας εμπνέει διαχρονικά.

Το Κοινωφελές, Επιστημονικό και Πολιτιστικό Ίδρυμα "Φώτος Φωτιάδης", το 2004, αμέσως μετά το άγγελμα του θανάτου του, προκήρυξε, προς τιμήν του Ποιητή, τα γνωστά πλέον "Βραβεία Κώστα Μόντη". Ένα κατόπιν Διαγωνισμού Συγγραφής Δοκιμίου Κώστα Μόντη και δεύτερο κατόπιν Διαγωνισμού Μελοποίησης Στίχων του Ποιητή. Και οι δύο αυτοί διαγωνισμοί διεξάγονται κάθε χρόνο σε αγαστή συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, τον Σύνδεσμο Ελλήνων Κυπρίων Φιλολόγων και το πρόσφατα ιδρυθέν "Ίδρυμα Κώστα Μόντη".

»Ευχαριστούμε και συγχαίρουμε όλους τους συντελεστές της μεγάλης επιτυχίας των βραβείων αυτών. Στους διαγωνισμούς για τα Βραβεία Κώστα Μόντη λαμβάνουν μέρος όλα τα Λύκεια Μέσης Εκπαίδευσης και οι Τεχνικές Σχολές της Κύπρου.

»Χιλιάδες νέοι μας, για να μπορέσουν να λάβουν μέρος στους διαγωνισμούς αυτούς, μελετούν Μόντη για μήνες. Αυτό από μόνο του σημαίνει ότι ανεξάρτητα αν επιτυγχάνουν τελικά να βραβευθούν ή όχι, όλοι οι μαθητές κερδίζουν πολύτιμη εκπαίδευση και ωφέλεια, την πολιτιστική, πνευματική και ψυχική καλλιέργεια. Αυτός είναι, άλλωστε, ο στόχος των "Βραβείων Κώστα Μόντη"».

Ο Δρ Φωτιάδης ανέφερε ότι το 2014 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Κώστα Μόντη και 10 χρόνια από τον θάνατό του και ότι με δική του εισήγηση, έχει κηρυχθεί από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ως Έτος Κώστα Μόντη. Λεπτομέρειες του πλούσιου προγράμματος των εκδηλώσεων που προγραμματίζονται, θα ανακοινωθούν σε εύθετο χρόνο.

Απαγγελίες, χοροί, τραγούδια


Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ και Κοινωνική Υπηρεσία του Δήμου Αγίου Δομετίου είχε την ευθύνη για την εκδήλωση, μαζί με την Επιτροπή Κοινωνικής Πρόνοιας και Πολιτιστικής Ανάπτυξης του Δήμου, σε συνεργασία με τους συνεργαζομένους φορείς (Ίδρυμα Κώστα Μόντη και Ίδρυμα Φώτος Φωτιάδης). Χαιρετισμούς απηύθυναν η πρώην Υπουργός Παιδείας Κλαίρη Αγγελίδου, η διευθύντρια του Γυμνασίου Αγίου Δομετίου Σταυρούλα Μιχαήλ, ενώ ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Φώτος Φωτιάδης απήγγειλε ποιήματα τού Μόντη. Μαθητές του Γυμνασίου Αγίου Δομετίου χόρεψαν και απήγγειλαν, ενώ τραγούδια σε στίχους Κώστα Μόντη εκτέλεσε η πολιτιστική χορωδία «Γένεσις» υπό τη διεύθυνση της Γιάννας Θαλασσινού.

Παρουσιάστρια ήταν η ηθοποιός Ειρένα Αβρααμίδου.