Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ πρόσφυγας Χοσάμ Αλμάτι, 56 χρονών, καθηγητής Φυσικής για 30 χρόνια στη Βαγδάτη, πατέρας τεσσάρων παιδιών, μας είπε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της παλαιστινιακής κοινότητας στη Λάρνακα, που αριθμεί περίπου 3 χιλιάδες άτομα, είναι η αβεβαιότητα για το μέλλον της. «Θέλουμε να ξέρουμε τη μοίρα μας σαν Παλαιστίνιοι στην Κύπρο», μας είπε. «Απευθυνόμαστε προς το κυπριακό κράτος και ρωτούμε τι θα κάνει μαζί μας; Μέχρι τώρα δεν ξέρουμε ποια είναι η κατάστασή μας εδώ. Είμαστε πρόσφυγες; Είμαστε πολίτες; Δεν είμαστε μάλλον τίποτε από τα δύο. Μας θέλουν ή όχι στην Κύπρο; Θα μας δώσουν κυπριακή ιθαγένεια; Θέλουν να μας στείλουν σε άλλη χώρα; Πολλοί από εμάς ζούμε με το φόβο ότι θα μας ξαναστείλουν πίσω στο Ιράκ κι αυτό δημιουργεί μεγάλο άγχος σε όλη την παλαιστινιακή κοινότητα. Πολλοί γονείς λένε «γιατί να στείλω το παιδί μου στο σχολείο, αφού δεν ξέρουμε αν θα μείνουμε ή θα φύγουμε». Πάντως για να πάμε πίσω στο Ιράκ, αποκλείεται. Αν στην Κύπρο δεν μας θέλουν σε ένα βαθμό, εκεί δεν μας θέλουν σε πενήντα βαθμούς. Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε πού να πάμε. Χάσαμε τα σπίτια μας. Δεύτερο εμπόδιο είναι η γλώσσα. Είμαι 4 χρόνια στην Κύπρο και δεν είδα το κυπριακό κράτος να αρχίσει φροντιστήρια για εκμάθηση της Ελληνικής στους Παλαιστίνιους κι αυτό μας στενοχωρεί πολύ. Έκαναν ένα πρόγραμμα γλώσσας πριν από τρία χρόνια, αλλά διήρκεσε μόνο έξι μήνες και το σταμάτησαν και ένα άλλο πέρσι, που διήρκεσε μόνο για δύο μήνες. Για να μπορείς να ενταχθείς στη χώρα, πρέπει να μιλήσεις τη γλώσσα της. Επίσης δεν υπάρχουν προγράμματα κατάρτισης για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες να εργαστούν και να ενταχθούν. Το τρίτο πρόβλημα είναι οι δυσκολίες που μας προκαλούν το Γραφείο Εργασίας και το Γραφείο Ευημερίας.
Από το Γραφείο Εργασίας διαδίδουν ότι «οι Παλαιστίνιοι δεν θέλουν να δουλέψουν» κι αυτό δεν είναι σωστό. Οι λόγοι που δεν εργαζόμαστε είναι ότι δεν υπάρχουν προγράμματα κατάρτισης, οι εργοδότες δεν θέλουν να εργοδοτούν Παλαιστινίους, ενώ οι μισθοί που δίνουν είναι εξευτελιστικά χαμηλοί. Δικαιολογούν αυτήν τη στάση τους απέναντί μας, με το επιχείρημα ότι δεν ξέρουμε ελληνικά. Και βέβαια προτιμούν να εργοδοτούν εργάτες από άλλες χώρες, με όσο το δυνατόν χαμηλότερους μισθούς, οι οποίοι αποδέχονται να εργαστούν με εξευτελιστικούς όρους και δεν διεκδικούν βασικά δικαιώματά τους. Θέλουμε να δουλέψουμε, αλλά ο καθένας στον τομέα του. Δεν μπορεί ένας γιατρός να πάει να δουλεύει στα χωράφια. Θέλουμε να μάθουμε ελληνικά, αν είναι μοίρα μας να μείνουμε στην Κύπρο. Το σύστημα και η νομοθεσία πρέπει να διορθωθούν. Εξάλλου στο Γραφείο Ευημερίας, ένας μόνο υπάλληλος έχει την ευθύνη για όλους αυτούς τους Παλαιστινίους κι αυτό δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα».
Πέρα από τα παράπονα και τις καταγγελίες, οι συνομιλητές μας δεν παρέλειψαν να ευχαριστήσουν τους Κυπρίους για τη φιλοξενία της οποίας τυγχάνουν στο νησί. Μας είπαν, χαρακτηριστικά, ότι αρχικά είχαν αναζητήσει καταφύγιο σε γειτονικές αραβικές χώρες (Συρία και Ιορδανία), όπως και στο Ιράν, αλλά αυτές αρνήθηκαν να τους βοηθήσουν. Χιλιάδες άλλοι ομόφυλοί τους κατέφυγαν από το Ιράκ, σε 32 άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο.
Εκφοβισμοί στα σχολεία
Ο κ. Αλμάτι διεκτραγώδησε ιδιαίτερα την προκατάληψη που αντιμετωπίζουν στα δημόσια σχολεία τα παιδιά των Παλαιστινίων και ιδιαίτερα τα κορίτσια, λόγω της μαντίλας που φέρουν στο κεφάλι. «Τους βρίζουν και τους εκφοβίζουν κάποιοι συμμαθητές τους», μας είπε. Μερικές φορές επιτέθηκαν στην κόρη μου και προσπάθησαν να της αφαιρέσουν τη μαντίλα. Υπάρχουν ρατσιστικές λεκτικές επιθέσεις και υποτιμητικά βλέμματα από μαθητές και δασκάλους. Π. χ. η δασκάλα κάνει αντίτυπα σημειώσεων στην τάξη, τα δίνει στους Κυπρίους αλλά όχι στην Παλαιστίνια μαθήτρια, με τη δικαιολογία ότι «δεν είναι κανονική μαθήτρια και κάνει πολλές απουσίες». Αναφέρθηκε στην περίπτωση μικρής Παλαιστίνιας που για πολλές τώρα μέρες δεν πάει στο σχολείο γιατί φοβάται από τα πειράγματα και τις απειλές συμμαθητών της. Ο Χοσάμ Αλμάτι αναφέρθηκε και σε διακρίσεις που οι Παλαιστίνιοι αντιμετωπίζουν σε άλλους χώρους, όπως στο νοσοκομείο όπου τυγχάνουν περιφρονητικής συμπεριφοράς από το προσωπικό.
«Δεν θέλουμε χρήματα, θέλουμε να εργαστούμε με αξιοπρέπεια»
ΧΑΤΑΠ Αμπντουλχαφίζ, οδηγός φορτηγού, αιτητής ασύλου: «Έφυγα από το Ιράκ και ήρθα στην Κύπρο, μετά που σκότωσαν τον πατέρα μου και δύο αδέλφια μου και αφού απείλησαν κι εμένα ότι θα με σκοτώσουν, ή θα απαγάγουν τις τρεις κόρες μου για λύτρα. Είμαι δέκα μήνες χωρίς δουλειά στη Λάρνακα. Δεν θέλω το επίδομα και να κάθομαι στο σπίτι, θέλω να εργαστώ οποιαδήποτε νόμιμη εργασία. Δεν θέλουμε χρήματα, θέλουμε να εργαστούμε με αξιοπρέπεια. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι στην Κύπρο είναι πτυχιούχοι γιατροί, μηχανολόγοι, δάσκαλοι, καθηγητές και τους στέλλει το Γραφείο Εργασίας να εργαστούν σε φάρμες. Οι Κύπριοι έχουν την αντίληψη ότι οι Παλαιστίνιοι ήρθαν στην Κύπρο μόνο για να παίρνουν τα κρατικά επιδόματα, χωρίς να δουλεύουν, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια».
Μια οικογένεια σε κατάσταση πολιορκίας
«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε αυτήν τη ζωή, να μην μπορούμε να βγούμε ούτε για ψώνια, να μην μπορούν τα παιδιά μου να πάνε σχολείο»
ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ πολιορκίας ζει την τελευταία εβδομάδα ο 50χρονος Παλαιστίνιος αιτητής ασύλου Μαχμούτ Αμπντουλάχ, η γυναίκα του Χανάτι και τα τέσσερα παιδιά τους, στο σπίτι που ενοικιάζουν στην ενορία Δροσιάς, αφού δέχεται απειλές από αραβική φατρία για δολοφονία του. Οι απειλές αυτές έχουν σχέση με αιματηρά επεισόδια και συμπλοκές μεταξύ Αράβων το περασμένο σαββατοκύριακο στη Λάρνακα, ζήτημα που διερευνά η Αστυνομία, η οποία και συνέλαβε και έθεσε υπό κράτηση έναν από τους δράστες. Έγινε ήδη γνωστό ότι η υπόθεση αυτή συνδέεται με την απόρριψη από τον Μαχμούτ Αμπντουλάχ, της πρότασης ενός νεαρού Άραβα να παντρευτεί τη μεγαλύτερη κόρη του Μαριάμ, τον προηγούμενο χρόνο, πριν αυτή ακόμα ενηλικιωθεί.
Ο Μαχμούτ, που ήταν στη Βαγδάτη έμπορος ένδυσης, ζητά από την κυπριακή Αστυνομία να προστατεύσει τον ίδιο και την οικογένειά του από το μένος των διωκτών του. «Θέλω να ζήσουμε στην Κύπρο», μας είπε, «αλλά δεν μπορούμε να συνεχίζουμε αυτήν τη ζωή, να μη μπορούμε να βγούμε ούτε για ψώνια, να μη μπορούν τα παιδιά μου να πάνε σχολείο. Ας μας μεταφέρουν με ασφάλεια σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, να γλιτώσουμε. Αυτή είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, δεν είναι Συρία ή Ιράκ, είναι μια δημοκρατική χώρα κι όμως η Αστυνομία δεν μας προστατεύει όπως πρέπει. Τη νύχτα δεν κοιμόμαστε, πεταγόμαστε στον ύπνο μας από το φόβο μας, λες και ζούμε στο Ιράκ». Η υπόθεση απασχόλησε και την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό (ΚΙΣΑ), ο εκτελεστικός διευθυντής της οποίας, Δώρος Πολυκάρπου, μας είπε ότι η οργάνωση κάλεσε επίσης την Αστυνομία να προστατεύσει αυτήν την οικογένεια, αλλά δεν το έκανε. «Βλέπω την αποτυχία της Αστυνομίας να προστατεύσει τα θύματα, ενώ κάποιοι εξισώνουν τα θύματα με τα κυκλώματα διακίνησης και τους εγκληματίες».
«Νιώθω συντετριμμένος»
Ο ΑΓΙΑΤ Αλμάτι, οδοντογιατρός από τη Βαγδάτη, πρόσφυγας στη Λάρνακα, μαζί με τη γυναίκα του, τα τελευταία τρία χρόνια. Παίρνει μηνιαίο επίδομα χιλίων ευρώ. «Νιώθω συντετριμμένος γιατί θέλω να δουλέψω στον τομέα μου, την οδοντιατρική, αλλά δεν μπορώ να ασκήσω το επάγγελμά μου. Θέλω να είμαι πολίτης και να πληρώνω φόρους για τη δουλειά μου».