Ήρθε χθες (30.3.2013) μια ηλεκτρονική επιστολή από το Βελιγράδι… από την ελληνομαθή Σερβίδα δασκάλα και ξεναγό Αλεξάνδρα Τσούρτσιτς, που έζησε κι εργάστηκε για χρόνια στην Ελλάδα και την Κύπρο… γράφει για την Κύπρο της παρούσας οικονομικής κρίσης, αλλά το γράμμα της με πήρε πίσω είκοσι χρόνια, όταν κάλυπτα για το «Περιοδικό» τον εμφύλιο της Βοσνίας… όταν τη συνάντησα στο σπίτι της το 1993 στο αποκορύφωμα του πολέμου, όπου είχα πάει από το Σεράγεβο, μαζί με τον Σερβοβόσνιο πολεμιστή Ντράκισα Βούλετιτς… και όταν την ξαναείδα πριν από δεκαπέντε χρόνια, σε μια σύντομη επίσκεψή της στο νησί.

«Αγαπητέ μου Μάριε, σε διαβάζω όσο μπορώ στο Ιντερνέτ (sigmalive)… σε σκέφτομαι συχνά, αλλά σήμερα πάρα πολύ έντονα. Βλέπω την Κύπρο μες στις φλόγες της απελπισίας και κλαίω, γιατί βλέπω το κακό, τη θύελλα ξανά… Κουράγιο… είσαι από τους λίγους που νοσταλγώ, γιατί ξύπνησες μέσα μου τον ξεχασμένο συγγραφέα…

Κουράγιο λοιπόν. Ελπίζω τα παιδιά σου να έγιναν άνθρωποι με όλη τη σημασία της λέξης… Τα παιδιά των φίλων μου είναι και δικά μου. Και αν χρειαστείς οτιδήποτε, αν χρειαστούν οτιδήποτε, μη διστάζεις… Έχω ένα σπίτι όμορφο, εκείνο που είδες κάποτε και καθόσουνα μαζί με τον φίλο μας από τη Βοσνία. Δυστυχώς ο πατέρας μου πέθανε… η μάνα μου έφυγε… και έμεινα μόνη με τη Σοφία να παλεύω τις μπόρες… δεν γκρινιάζω όμως. Η Σοφούλα μου μεγάλωσε, τώρα είναι 14, πάει εβδόμη δημοτικού και είναι ένα πανέξυπνο όμορφο κορίτσι. Παίζει βόλεϊ και ερωτεύτηκε πρώτη φορά. Να μου φιλήσεις τη Δάφνη, να της πεις ότι έχω βάλει στην κορνίζα τη ζωγραφιά της με τις καρδούλες που μου έκανε τότε στον Πρωταρά. Με αγάπη Αλεξάνδρα».

Ναι, μοιάζει προσωπικό αυτό το γράμμα της Αλεξάνδρας - γράφει για τη Σοφία της που τώρα είναι 14 και πάει εβδόμη δημοτικού, γράφει για τη Δάφνη μου που τώρα είναι σχεδόν 21, φοιτήτρια στη Γερμανία - αλλά δεν είναι προσωπικό…

Ανατρέχω σε εκείνο το χρονογράφημά μου του 1993 και διαβάζω: «Με τον Ντράκισα συναντήσαμε στο Βελιγράδι την Αλεξάνδρα. Απ’ τις γυναίκες που ο Ντράκισα δυσκολεύεται να καταλάβει - σαν την ίδια τη Σερβία, είναι γι’ αυτόν οικεία και ταυτόχρονα μακρινή, φιλόξενη και ταυτόχρονα ξένη. Βρισκόταν στην Κύπρο για έναν περίπου χρόνο. Της είχα πάρει συνέντευξη για το ''Περιοδικό''. Ο μαχητής της πρώτης γραμμής και η ευαίσθητη δασκάλα. Μας πήρε στο σπίτι της στις δύο το πρωί. Ήπιαμε καφέ στην ψηλοτάβανη κουζίνα της, ενώ οι γονείς της κοιμόντουσαν στο δωμάτιό τους, δίπλα.

Μου έστειλε αργότερα στη Λευκωσία με φαξ ένα μακρύ γράμμα, που έγραψε εκείνο το ίδιο πρωί πριν χαράξει, όταν εγώ κι ο Ντράκισα φύγαμε για το ξενοδοχείο: ''Μίλια μακριά από το ήσυχο σπίτι μου στο Βελιγράδι συμβαίνουν τρομερά πράγματα. Τ’ αδέλφια μου στην πατρική γη (στη Βοσνία), δεν κοιμούνται ειρηνικά τις νύχτες όπως εγώ, δεν έχουν χρόνο ούτε για χαμόγελα, ούτε για οτιδήποτε κάνει όμορφη τη ζωή, γιατί είναι αναγκασμένοι να παλεύουν για επιβίωση. Αν και βρίσκονται αρκετά μακριά, είναι εντούτοις πολύ κοντά μου και η θλίψη, οι φόβοι και οι ελπίδες τους είναι και δικές μου.

Θέλω να πω στον κόσμο ότι ανεξάρτητα από το πού είμαστε και κάτω από ποιες συνθήκες ζούμε, μοιραζόμαστε όλοι τα ίδια όνειρα για ειρήνη, αγάπη και συγχώρεση. Πιστεύω στην ισχυρή παρουσία της κοινής λογικής και στους υγιώς σκεπτόμενους ανθρώπους. Πάνω από όλα πιστεύω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη, αν και προσωρινά η δικαιοσύνη αδίκησε την πλευρά μας''».

Ναι, τα έγραφε για εκείνους τότε, η Αλεξάνδρα. Αλλά αφορούν σήμερα κι εμάς.