Υπάρχει μια λατινική επιγραφή στην είσοδο του Ratskeller, του εστιατορίου στο ισόγειο του δημαρχείου της παλιάς γερμανικής πόλης Gottingen: "Extra Gottingam non est vita, si est vita, non est ita" («Δεν υπάρχει ζωή έξω από το Gottingen. Αλλά ακόμα και αν υπάρχει, δεν είναι σαν τη ζωή εδώ»).
Μια αξιοσέβαστη, παραδοσιακή πανεπιστημιούπολη της Γερμανίας, η πόλη Gottingen της Κάτω Σαξονίας, κουβαλά αμέτρητα φθινόπωρα και μακρούς, σκοτεινούς χειμώνες και σύντομες ανοίξεις και καλοκαίρια τριών σχεδόν αιώνων υψηλής πανεπιστημιακής παιδείας που την κάνουν για τους φοιτητές και βέβαια για τους καθηγητές της μοναδική κι αναντικατάστατη, λες και είναι το κέντρο του κόσμου - πολύ επαρχιακή, πολύ «απόμακρη» για να είναι απλώς ένας σταθμός στο δρόμο σου για κάπου αλλού.
Εκείνοι που παν στο Gottingen πάνε για να μείνουν κι αυτή είναι η περίπτωση για τη Δάφνη, τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες, καθώς θα μαθαίνει γερμανικά και ίσως για τα επόμενα χρόνια (αν δεν επιλέξει τελικά το Βερολίνο) καθώς θα σπουδάζει Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες.
Εντάξει, για μένα και το Στέφανο που τη συνοδεύσαμε την περασμένη βδομάδα και δώσαμε ένα χεράκι να εγκατασταθεί στο μικρό της διαμέρισμα, η πόλη δεν ήταν προορισμός, ήταν ένα σύντομο διάλειμμα αρκούντως παιδαγωγικό και για μας, θα μπορούσα να πω, αλλά εμείς δεν λογαριαζόμαστε, δεν είμαστε στο πλάνο.
Να, τώρα που ξεστόμισα τη φράση («εμείς δεν λογαριαζόμαστε, δεν είμαστε στο πλάνο»), την ξανακοιτάζω και μου φαίνεται πολύ πένθιμη, ενώ στην πραγματικότητα η διάθεσή μου είναι θα έλεγα, γιορταστική: Και γιατί παρακαλώ, να μη λογαριαζόμαστε; Γιατί να μην είμαστε στο πλάνο; Για τον Στέφανο δεν το συζητώ, λογαριάζεται πολύ και είναι εντελώς μέσα στο πλάνο, αφού σε λίγες βδομάδες φεύγει για το μεταπτυχιακό του στην Ιταλία.
Κι όσο για μένα… ναι, ομολογώ ότι ταυτίστηκα σ’ ένα βαθμό με τη Δάφνη και το γερμανικό ταξίδι της που μόλις έχει αρχίσει, ένιωσα κι εγώ μαζί της τη λαχτάρα του υγιούς δεκαοχτάρη που ανυπομονεί να ζήσει την πρώτη του ελευθερία μακριά από τα δεσμά της οικογενειακής αγάπης - έτσι όπως την εννοούν και την επιβάλλουν πολλοί Κύπριοι γονιοί στα παιδιά τους.
Και θέλω να πιστεύω ότι δεν πρόκειται για τη συνηθισμένη νεύρωση του πενηντάρη που προβάλλει στους νεότερους τη δική του αίσθηση των απραγματοποίητων ονείρων και του χρόνου που έφυγε προφανώς αναξιοποίητος.
Θέλω να πω ότι ήμουν εκεί για να ζήσω τη δική μου εμπειρία και όχι τη δική της και για να δω το Gottingen με τα δικά μου μάτια κι όχι με τα δικά της.
Να, κοιτάζω τώρα τις φωτογραφίες που βγάλαμε σε παγκάκια στο κέντρο της πόλης, με τα πόδια μας βουλιαγμένα σε σωρούς με κίτρινα φύλλα, και στον πεζόδρομο με το άγαλμα της Ganseliesel, της πριγκίπισσας που οι Γερμανοί θεωρούν ως την πιο «πολυφίλητη κόρη» στον κόσμο, αφού όλοι οι απόφοιτοι με δοκτοράτα, όλων των χρόνων που πέρασαν από τον 18ο αιώνα οπότε ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο, ποζάρουν δίπλα της για αναμνηστικά στιγμιότυπα, αφού βεβαίως τη φιλήσουν.
Κι άλλες φωτογραφίες στο μικρό διαμέρισμα καθώς στήναμε τα προκατασκευασμένα έπιπλα - το μικρό τραπέζι, την καρέκλα με τους τροχούς, τις συρταριέρες - που τα κουβαλήσαμε στους ώμους από τις σκάλες, αφού το κτίριο δεν διαθέτει ανελκυστήρα. (Δηλαδή ο Στέφανος τα έστησε όλα αυτά, με την καταπληκτική του δεξιότητα να δουλεύει με τα χέρια τις βίδες και τις τρύπες - των επίπλων εννοώ - δουλειές για τις οποίες εγώ έχω μεσάνυχτα).
Συγκρατώ από την προηγούμενη νύχτα της αναχώρησης, τη μεγάλη βόλτα με τους λιγοστούς Κύπριους συμφοιτητές της, ανοιχτόκαρδα παιδιά κυρίως από την Πάφο που σπουδάζουν ιατρική και την έξοδό μας σε μπιραρία όπου για κάθε ποτό, φέρνουν ξεχωριστό λογαριασμό, βάζοντας τέλος από την αρχή, στην κυπριακή παρόρμηση να κερνά ένας για όλους.
Σκέφτομαι πολύ το τελευταίο απόγευμα με τον Στέφανο να κοιμάται κι εμάς να διαβάζουμε ρίχνοντας ματιές έξω απ’ το παράθυρο, στις σκούρες προσόψεις των πολυκατοικιών, με τις κεραμιδένιες στέγες τους κατειλημμένες από ήσυχα μαύρα πουλιά που μου φάνηκαν μυστηριακοί κι ελκυστικοί αγγελιαφόροι της γνώσης.