ΑΡΧΗ άνδρα δείκνυσι. Η υπόθεση του ισοβίτη εγκληματία Αντώνη Προκοπίου Κίτα, άλλως Αλ Καπόνε, επανέφερε στην επιφάνεια το μέγα και διαχρονικό θέμα της υπουργικής ευθύνης και της εντεύθεν απορρέουσας πολιτικής ευθύνης και ευθιξίας. Η στήλη αυτή, όπως κατ’ επανάληψιν δεκάδες φορές στο παρελθόν, υπέδειξε έντονα, από την πρώτη στιγμή, την αναγκαιότητα εκδήλωσης ευθιξίας από τους άμεσα εμπεπλεγμένους και την υποβολή αυθωρεί των παραιτήσεών τους. Η πράξη τους θα κατεδείκνυε πως ακόμα λειτουργούν οι δημοκρατικές αρχές, πως το πολιτικό σύστημα ακόμα αντιστέκεται στην κατάπτωση και πως ακόμα γίνεται σεβαστή η ευαισθησία της κοινής γνώμης όπως και η απαίτησή της οι άρχοντες να τιμούν τα αξιώματα που τους ενεπιστεύθη η πολιτεία. Θεωρούμε πως από τις πρώτες ώρες, μετά την απόδραση του ισοβίτη, τουλάχιστον τρεις κρατικοί και πολιτειακοί αξιωματούχοι, ο υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ο Αρχηγός της Αστυνομίας και ο Διευθυντής των Κεντρικών Φυλακών, όφειλαν να υποβάλουν αμέσως τις παραιτήσεις τους.
Μόνο ο υπουργός Δικαιοσύνης υπέβαλε την παραίτησή του (ή μάλλον φαίνεται να εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί). Δεν θα ασχοληθούμε με τις προεκτάσεις -πολιτικές, νομικές, ποινικές και πειθαρχικές- αυτής της πρωτοφανούς υπόθεσης, που γελοιοποιεί το κράτος, εξευτελίζει τους θεσμούς και εκθέτει διεθνώς την Κύπρο. Πρώτα απ’ όλα, τι σημαίνει υπουργική ευθύνη; Είναι γνωστό στην πολιτική πως κάθε υπουργός έχει στις τσέπες του δύο φακέλους: Έναν για το διορισμό του και έναν για την υποβολή παραίτησης. Στη Βρετανία, η αναφορά περί υπουργικής ευθύνης ανάγεται στο 19ο αιώνα. Τότε ένας υπουργός υπέβαλλε παραίτηση αν το Υπουργείο του υπέπιπτε σε σοβαρό λάθος, έστω και αν το λάθος γινόταν χωρίς γνώση του αρμόδιου υπουργού («The Economist», Bagehot: The doctrine of ministerial irresponsibility, 1/10/1994). Στην υπόθεση Αλ Καπόνε, ουδείς εξυπονοεί ότι ευθύνεται ο Κ. Χρυσοστομίδης. Όμως, ανέλαβε την ευθύνη λαθών, παραλείψεων, ανεπάρκειας, κτλ. υφισταμένων του.
Συναφής προς την υπουργική ευθύνη είναι η πολιτική αυτοκριτική. Δηλαδή, η εύτολμη ανάληψη ευθύνης για πράξεις ή παραλείψεις και η εντεύθεν απολογία προς τους πολίτες, για τα κακώς κείμενα ή τα κακώς διαπραχθέντα. Δυστυχώς, στον κυπριακό πολιτικό χερσότοπο, δεν φύονται και δεν αναπτύσσονται τέτοιου είδους αρετές, οι οποίες να χαρακτηρίζουν το δημόσιο και δη τον πολιτικό βίο. Αντίθετα, επιχειρείται μια ανεκδιήγητη δραπέτευση από δεδομένες ευθύνες και η απόδοση ή η επίρριψή τους σε άλλους. Η πολιτική αυτοκριτική, επισημαίνει ο γνωστός διανοητής και φιλόσοφος Χρ. Γιανναράς, «προϋποθέτει αυτεπίγνωση ταυτότητας: Να ξέρεις ποιος είσαι και πού σκοπεύεις, ώστε να μπορείς να κρίνεις αν αλλοτριώθηκες, αν παρέκαμψες ή αρνήθηκες τις σκοπεύσεις σου» ( Πολιτική αυτοκριτική: Είδος ανύπαρκτο, «Καθημερινή», 13.11.2005). Γιατί; Επειδή, σημειώνει ακόμα ο Γιανναράς, «το θάρρος της δημόσιας αυτοκριτικής ξεχωρίζει την ειλικρίνεια από την προσποίηση του ενδιαφέροντος για τα κοινά, τους ανθρώπους με πίστη και όραμα κοινωνικής προόδου από τους απλώς επαγγελματίες τους πολιτικής, εγωκεντρικούς αριβίστες και καιροσκόπους».
Πόσες φορές είπαμε ότι θα θέλαμε, επιτέλους, να δούμε κάποιον πολιτικό, κάποιον υπουργό, κάποιον κομματάρχη να σταθεί μπροστά στους πολίτες, να ζητήσει συγγνώμη, να απολογηθεί εκ βαθέων, να κάνει την αυτοκριτική του και να πάει σπίτι του, με τις ερινύες ή τις τύψεις του... Όλα αυτά είναι συνυφασμένα με την πολιτική ευθύνη, που είναι απόλυτα και άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δημοκρατική αρχή. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και πολιτικός, επισημαίνει πως «δεν νοείται λειτουργία οποιουδήποτε δημοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης χωρίς την ανάληψη ή καταλογισμό πολιτικής ευθύνης. Η πολιτική ευθύνη είναι, συνεπώς, ομόλογη προς την ανάληψη οποιασδήποτε πολιτικής αρμοδιότητας. Αρμοδιότητα και πολύ περισσότερο εξουσία σημαίνει ανάληψη της αντίστοιχης πολιτικής ευθύνης. Η πολιτική ευθύνη ταυτίζεται με το λεγόμενο πολιτικό κόστος. Η συνεκτίμηση του πολιτικού κόστους είναι σύμφυτη με τη δημοκρατία και την υποχρέωση κάθε διαχειριστή της εξουσίας να απολογείται στους πολίτες. Η πολιτική ευθύνη είναι η ουσία της δημοκρατίας» (Τι σημαίνει πολιτική ευθύνη, «Τα Νέα», 15/9/2004).
«Ο πολιτικός δεν πρέπει να επιδεικνύεται με τα λόγια που λέγει», διασάλπισε ο Πυθαγόρας, «αλλά με τα έργα που κάνει». Ο Γκαίτε υπερθεμάτισε: «Μισώ κάθε αγυρτεία σαν την αμαρτία, αλλά περισσότερο την πολιτική αγυρτεία, που οδηγεί στην αθλιότητα και στην καταστροφή πολλών χιλιάδων και εκατομμυρίων λαού». Πιο παραστατικός, ο Λένιν προειδοποιούσε: «Οι λαοί ήταν πάντοτε και θα παραμείνουν τα αθώα θύματα της απάτης και της αυταπάτης των πολιτικών, ώσπου να μάθουν, πίσω από κάθε είδος ηθικής, θρησκείας, υποσχέσεων, να αναζητούν και να βρίσκουν τα συμφέροντα ετούτης ή εκείνης της τάξης ή των τάξεων». Ο πρώην δικαστής του ΕΔΑΔ Λουκής Λουκαΐδης, σε συνέντευξη στον γράφοντα («Σ», 4/9/2005), είχε προσδιορίσει την πολιτική ευθύνη ως «την ευθύνη κατόχων πολιτικών αξιωμάτων για τις προσωπικές πράξεις και συμπεριφορές τους, και γενικά τις δραστηριότητες των υπηρεσιών, που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους ή στην εποπτεία τους. Οι κάτοχοι πολιτικών αξιωμάτων σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι υπόλογοι στο κοινό και οφείλουν να λογοδοτούν για θέματα της αρμοδιότητάς τους ή των υπηρεσιών τους».
Όλα τα πιο πάνω συνηγορούν και διαζωγραφίζουν ό,τι αποκαλείται πολιτική ευθιξία, δηλαδή, η ευαίσθητη αντίδραση ενός πολιτειακού αξιωματούχου σε μια κατάσταση πραγμάτων, για την οποία φέρει, άμεσα ή έμμεσα, πολιτική ευθύνη. Αυτήν την ευθύνη καλείται ή και συνειδησιακά υποχρεούται να αναλάβει από σεβασμό στα δημοκρατικά θέσμια και στο λαό. Πολιτική ευθιξία σημαίνει πρωταρχικά υπευθυνότητα και πίστη στις δημοκρατικές αρχές και καταξίωση του πολιτικού στη λαϊκή συνείδηση, επειδή τοποθετεί το δημόσιο, εθνικό και ευρύτερο συμφέρον υπεράνω της πολιτικής. Πόσοι πολιτικοί μας μπορούν να υποστηρίξουν ότι μόνη έγνοια τους είναι οι επόμενες γενιές και όχι μόνο οι επόμενες εκλογές;