Μαζοχισμός είναι το ψυχολογικό φαινόμενο κάποιος να αισθάνεται ευχαρίστηση πονώντας, υποφέροντας, αυτoβασανιζόμενoς. Όταν οι άλλοι αμφισβητούν την εθνική σου ταυτότητα, την ιστορική σου ιδιοπροσωπία είναι φυσικό να πονάς, να αγανακτείς και να διαμαρτύρεσαι. Όταν όμως εσύ ο ίδιος αμφισβητείς την εθνική σου ταυτότητα, τότε είσαι μαζοχιστής, ψυχικά και ιστορικά ασθενής.
Ο Χρ. Ξανθόπουλος Παλαμάς υπήρξε ένας από τους πιο διακεκριμένους και πιο έμπειρους Έλληνες διπλωμάτες. Διετέλεσε πρέσβης στην Ουάσινγκτον και στη συνέχεια Υπουργός των Εξωτερικών κατά τα κρίσιμα για τον Κυπριακό Ελληνισμό χρόνια 1967-1973. Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό διπλωματική δράση, εξέδωσε ένα εξαιρετικό έργο για την εξωτερική πολιτική υπό τον τίτλο «Διπλωματικό Τρίπτυχο». Από το έργο του είναι και το απόσπασμα που ακολουθεί:
«Η Ένωση (της Κύπρου με την Ελλάδα )», γράφει, «ήταν ο στόχος, για τον οποίο αγωνίστηκε το Έθνος και η ηγεσία του από το 1952 και έπειτα. Η ανεξαρτησία της Κύπρου, όπως συμφωνήθηκε στη Ζυρίχη και το Λονδίνο, απέκλειε την Ένωση. Δεν απέκλειε όμως την ενότητα.
Και η ενότης, η εθνική ενότης ξεπερνάει και την ένωση και την ανεξαρτησία. Βασικά η ένωση και η ανεξαρτησία είναι διοικητικά οργανωτικά σχήματα μορφής. Η ενότης είναι η ουσία. Είναι η ζωή που επιβάλλεται, ανανεώνεται και προχωρεί. Δεν είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς την περίπτωση μιας ενώσεως που από την ύπαρξη τοπικών και ψυχολογικών διαφορισμών να διασπά την ενότητα. Την ενότητα την εθνική, την αυθόρμητη, τη φυσιολογική. Όπως μπορεί κανείς να ιδεί την κυπριακή ανεξαρτησία να δυναμώνει ακόμη περισσότερο την εθνική ενότητα. Είναι δεδομένο ότι οι Τουρκοκύπριοι, με τον καιρό, έγιναν ήδη Τούρκοι. Για ποιο λόγο οι Ελληνοκύπριοι θα γίνονταν περισσότερο Κύπριοι και λιγότερο Έλληνες; Είναι φυσικό να γίνονται περισσότερο Έλληνες και λιγότερο Kύπριοι».
Τα πιο πάνω αποτυπώνουν με τραγική οξυδέρκεια και σαφήνεια το μεγάλο δράμα του Κυπριακού Ελληνισμού, ο οποίος, μετά την ανεξαρτησία του κατελήφθη από το μαζοχιστικό σύνδρομο της εθνικής αυτοαμφισβήτησης, φτάσαμε, δηλαδή, στο σημείο να αμφισβητούμε εμείς οι ίδιοι την ελληνική εθνική μας ταυτότητα και να αγωνιζόμαστε να πείσουμε τον εαυτό μας και ο ένας τον άλλον ότι δεν είμαστε και δεν υπήρξαμε ποτέ Έλληνες, σε αντίθεση με τους Τουρκοκυπρίους, οι οποίοι, όπως με πικρία παρατηρεί ο Ξανθόπουλος Παλαμάς, έγιναν, μετά την ανεξαρτησία, Τούρκοι.
Το διεθνές εκτόπισμα της Κύπρου, γράφω στον επίλογο του τελευταίου δίτομου ιστορικού βιβλίου μου «Η Εθνική Αυτοματαίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο», ήταν και είναι από κάθε άποψη ασήμαντο. Η Κύπρος στη διεθνή σκηνή υπάρχει, γιατί είναι ένα νησί, που οι κάτοικοί του στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν διαχρονικά και συνεχίζουν να είναι Έλληνες, αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνισμού. Η Ελλάδα αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί τη μοναδική σίγουρη, σταθερή και απολύτως ανιδιοτελή δύναμη, την οποία ο Ελληνισμός της Κύπρου θα μπορούσε να εμπιστεύεται και πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηρίζεται στον αγώνα του για εθνική επιβίωση και προκοπή στην πατρώα γη. Όταν ο Κυπριακός Ελληνισμός αυτοβούλως απαρνείται την ελληνική του ταυτότητα και αποκόπτεται από τον εθνικό κορμό, οδηγείται στην αυτοαποδυνάμωσή του και τη βέβαιη αυτοκαταστροφή του.
Ο Ελληνισμός στην Κύπρο αποτελούσε διαχρονικά το κυρίαρχο πληθυσμιακά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά στοιχείο. Στη
διαχείριση, ωστόσο, του εθνικού του προβλήματος αποδείχτηκε και αποδεικνύεται ιστορικά πιο αδύναμος και πιο αναποτελεσματικός από τους Toυρκοκυπρίους, οι οποίοι έχουν πραγματώσει ολοκληρωτικά όλους τους εθνικούς τους στόχους, σε αντίθεση με μας, που έχουμε οδηγηθεί στην οδυνηρή αυτοματαίωση. Αρχίσαμε τον αγώνα για να ενώσουμε την Κύπρο με την Ελλάδα και τα καταφέραμε να ενώσουμε, μέχρι τώρα, το 40% της Κύπρου με την Τουρκία.
Το μοναδικό, αλλά αποτελεσματικό, όπλο των Τουρκοκυπρίων στην κατίσχυση των πολιτικοεθνικών στόχων τους υπήρξε η διαρκής και απόλυτη συνεργασία και ταύτισή τους με την Άγκυρα, με τη μητέρα τους Τουρκία. Κυρίαρχο αίτιο της δικής μας εθνικής χρεοκοπίας υπήρξε η ανικανότητά μας να συνεργαστούμε με τη δική μας μητέρα πατρίδα, με την Ελλάδα. Η κυπριακή πολιτική ηγεσία, καθ' όλην την περίοδο 1959-1974, αγωνιζόταν παντοιοτρόπως πώς να ανεξαρτητοποιηθεί και να αποκοπεί από την Ελλάδα, από τον εθνικό κορμό. «Είναι χαρακτηριστικό», όπως γράφω στο προαναφερθέν έργο μου, «το γεγονός ότι ο Μακάριος και οι συνεργάτες του έναντι ουδενός ξένου διεκδίκησαν με τόσο πάθος και τόση ανυποχωρητικότητα την ανεξαρτησία τους, όσο έναντι των κυβερνήσεων της μητέρας πατρίδας». Η αρχή του εθνικού κέντρου, την οποία προέβαλαν και επέβαλαν οι δυο κορυφαίοι Έλληνες πολιτικοί της σύγχρονης Ελλάδας, ο Χ. Τρικούπης και ο Ελ. Βενιζέλος, στην αντιμετώπιση του προβλήματος του αλύτρωτου Ελληνισμού, ουδέποτε στην περίπτωση του Κυπριακού, κατά την περίοδο 1959-1974, έγινε σεβαστή και ουδέποτε ίσχυσε στην πράξη. Συνεχής και έντονη ήταν η αντιπαράθεση ανάμεσα στη Λευκωσία και την Aθήνα.
Ρωτήθηκε, τελευταία, ο Δ. Χριστόφιας αν ανησυχεί, γιατί ο Ταλάτ αποστέλλει τα πρακτικά των συναντήσεων-συζητήσεων μαζί του στην Άγκυρα και απάντησε: Γιατί να ανησυχώ, είναι κάτι που το περίμενα. Οι δημοσιογράφοι μας, βέβαια, απέφυγαν να τον ρωτήσουν αν κι αυτός στέλλει τα πρακτικά στην Αθήνα. Ο Γερ. Αρσένης, που βρέθηκε πρόσφατα στην Κύπρο, σε συνέντευξή του σε κυπριακό κανάλι, εξέφρασε την ανησυχία του για την απόσταση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στη Λευκωσία και την Αθήνα. Η Ελλάδα χρειάζεται την Κύπρο και η Κύπρος την Ελλάδα, τόνισε. Η Κύπρος, κυρίως, είναι που έχει την ανάγκη, θα ήθελα να διορθώσω. Αλλά πού τέτοιες σκέψεις και προβληματισμοί, όταν το κυρίαρχο ερώτημα στις μέρας μας στην Κύπρο είναι αν είμαστε Κύπριοι ή Έλληνες. Ο μαζοχισμός της εθνικής αυτοαμφισβήτησης στην κορύφωσή του.