Στις 12 Μαρτίου, ώρα 5.15 μ.μ., έφυγε για πάντα από κοντά μας, πλήρης ημερών στα 87 της χρόνια, η αγαπημένη μας μανούλα, Έλλη Χατζηαντώνη, σύζυγος Μανώλη, του γνωστού γιατρού της Κερύνειας μας. Θλιβερό και άχαρο καθήκον, να πρέπει να γράψεις έναν επικήδειο, ανείπωτος ο πόνος, αβάσταχτη η θλίψη που βαραίνει την καρδιά. Από πού να αρχίσεις, τι να πρωτοθυμηθείς από τα 53 τόσα χρόνια παρουσίας της μητέρας σου, στη ζωή σου, του μοναδικού ανθρώπινου πλάσματος που σε αγάπησε χωρίς να περιμένει ανταπόδοση, που χωρίς να βαρυγκωμά, θυσιάστηκε όποτε η ανάγκη το επέβαλλε; Και ακόμα πιο αφόρητος ο πόνος όταν είσαι στην ξενιτιά, άθελά σου, μακριά απ' την πατρίδα.
Από ποιο σημείο να αρχίσει κανείς να ξετυλίγει το νήμα των αναμνήσεων; Από τις μέρες καλοκαιριού ’74, που φεύγαμε κυνηγημένοι από τους εισβολείς προς Αμμόχωστο, φορώντας ελάχιστα καλοκαιρινά ρούχα και σαγιονάρες, χωρίς να προλάβουμε να πάρουμε κάτι μαζί μας;
Για εμάς τους πρόσφυγες φυσικά, σημείο αναφοράς παραμένει το 1974, τότε που ο καθένας έπαιρνε διαφορετικό δρόμο, όπου τον καθοδηγούσε η Μοίρα, η ανάγκη της επιβίωσης. Δεν θα ξεχάσω την ώρα του αποχαιρετισμού μας, όταν εγώ αναγκαστικά έπρεπε να πάρω τον δρόμο του ξενιτεμού μετά την επέλαση του τουρκικού στρατού και την κατάληψη της Κερύνειας. «Να προσέχεις και να προσεύχεσαι, γιε μου, εκεί που θα πας… Και να μου γράφεις συχνά!». Εγώ να παίρνω το ταξί για το λιμάνι Λεμεσού, προσπαθώντας να κρύψω ένα δάκρυ που κυλούσε αργά στο πρόσωπό μου. Εκεί όπου χιλιάδες προσφύγων συνωστίζονταν για να μπουν στο βαπόρι για τον Πειραιά.
Ο πατέρας, ήδη προχωρημένης ηλικίας, χρειαζόταν τη σύζυγο κοντά του για να τον φροντίζει. Αργότερα, βέβαια, μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας, όταν θα έφευγα για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, η μητέρα μου βρέθηκε στο πλευρό μου για τις πρώτες μέρες της φοιτητικής ζωής, μέχρι να προσαρμοστώ στη συννεφιασμένη, κρύα πόλη του ελληνικού βορρά. Για να με φροντίζει στις αρρώστιες, με λίγη ζεστή σούπα τραχανά που είχε φέρει μαζί της, και με μια τρυφερή κουβέντα.
Σε αυτήν έτρεχα να ζητήσω την πρώτη συμβουλή, όταν αντιμετώπιζα κάποιο πρόβλημα, σε αυτήν άνοιγα την καρδιά μου για να ελαφρύνω το βάρος. Στα γόνατά της έκλαιγα, μετά από κάποιο λάθος που είχα κάνει ή όταν είχα παρακούσει στις συμβουλές της και πλήρωνα ακριβά το κόστος του λάθους… Και ήταν πάντα εκεί, με έναν καλό λόγο, λόγο παρηγορητικό, στοργικό, λόγο μεστό από μητρική, άδολη αγάπη, που μου έδινε δύναμη να συνεχίσω.
Βαθιά θρησκευόμενη, τηρούσε τους κανόνες της Εκκλησίας πιστά και με αληθινή, όχι επίπλαστη, ευλάβεια. «Ενήστευκα 50ντάμερα…», συνήθιζε να λέει, συμπληρώνοντας: «Για τη χάρη του Θεού και της Παναγίας, χαλάλι Τους!..».
Ο ίσκιος σου, η ανάμνησή σου, τα λόγια σου, θα μας συντροφεύουν για πάντα μητέρα.
Είμαι βέβαιος ότι αυτήν τη στιγμή θα τα λέτε με τον πατέρα μας, εκεί ψηλά. Θα μας κοιτάτε εμάς τα παιδιά σας και θα πρεσβεύετε υπέρ ημών…
Θα κλείσω με έναν διάλογο με τη μητέρα της, τη γιαγιά την Αννού, που συνήθιζε να μας μεταφέρει όταν η περίσταση το απαιτούσε: «Όποιος κρατεί τον Θεόν, χάννεται μάνα;», συμπληρώνοντας με την απάντηση της γιαγιάς: «Με χάννει, με χάννεται κόρη μου!..».
Ο γιος σου, Αντώνης
Τα ακίνητα της εβδομάδας






