Ο έχων τον έλεγχον του επικίνδυνου φορτίου έχει συνεχές και αμετάθετο καθήκον διασφάλισης της ασφαλούς φύλαξης αυτού έναντι παντός τρίτου

Σύμφωνα με το Άρθρο 205 (1) του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 5 του Νόμου 3/62, «κάθε πρόσωπο το οποίο επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου με παράνομη πράξη ή παράλειψη, είναι ένοχο του καργουργήματος της ανθρωποκτονίας. Σύμφωνα με το ‘Αρθρο 205(2) παράνομη παράλειψη κατά το Άρθρο 205 (1) είναι εκείνη που συνιστά «υπαίτια αμέλεια» παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος, αν και δεν υφίσταται πρόθεση πρόκλησης θανάτου. Σύμφωνα με το Άρθρο 205(3) η ποινή για ανθρωποκτονία, ως ανωτέρω, είναι μέχρι σε διά βίου φυλάκιση. Παράλληλα, σύμφωνα με το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 3 του Νόμου 111 του 1989 και το Άρθρο 181 (1)/2000, όποιος λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι 4 χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £2500.

Αδιαφορία για τις συνέπειες

Είναι προφανές ότι ο ποινικός κώδικας τιμωρεί την αμέλεια είτε σε επίπεδο κακουργήματος σαν ανθρωποκτονία είτε σε επίπεδο πλημμελήματος ανάλογα με το βαθμό της αμέλειας. Το Άρθρο 210 χρησιμοποιείται στην πρακτική σε περιπτώσεις θανατηφόρων οδικών ή εργατικών ατυχημάτων και υπάρχει πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν αρκεί για στοιχειοθέτηση της πρόκλησης θανάτου μια απλή αμέλεια όπως μια στιγμιαία απροσεξία. Χρειάζεται κάτι περισσότερο που προσεγγίζει την αδιαφορία για τις συνέπειες, έστω και αν δεν υπάρχει πρόθεση στον κατηγορούμενο να επιφέρει το θάνατο. Σοβαροτέρας μορφής για να στοιχειοθετεί το αδίκημα της ανθρωποκτονίας πρέπει να είναι η αμέλεια, η οποία χαρακτηρίζεται από τον κυπριακό ποινικό κώδικα σαν Υπαίτια Αμέλεια σε αντίθεση με την αναίτια αμέλεια.

Να σημειωθεί ότι και στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα, Άρθρο 302, υπάρχει το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με αμέλεια, το οποίο όμως τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών. Το Άρθρο αυτό προνοεί ότι όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών. Τόσον η ορολογία που χρησιμοποιείται όσον και η ποινή παραπέμπουν σε καταδίκη ακόμα και σε περίπτωση απλής αμέλειας ελαφροτέρας μορφής από αυτήν η οποία καλύπτεται από το Άρθρο 210 του δικού μας Ποινικού Κώδικα και προφανώς κατά το Άρθρο επίσης 205 για «υπαίτια αμέλεια».

Στον Βαβαρέτο «Ποινικός Κώδιξ» επεξηγείται στη σελίδα 921 ότι «απαραίτητο στοιχείο προς θεμελίωση της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας είναι η έλλειψη της προσηκούσης προσοχής». Στη σελίδα 907 ο συγγραφέας παραπέμπει σε απόφαση Αρείου Πάγου ΑΠ 347/53, σύμφωνα με την οποία «υπάγεται στο Άρθρο 302 ο αναλαβών την απογόμωση βλημάτων όστις ανέθεσε ταύτην εις ανειδικεύτους εργάτας, εφ' όσον δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα διά την αποφυγήν εκρήξεως και την εκ ταύτης ανθρωποκτονία».

Προϋπόθεση, σύμφωνα με το Άρθρο 205 που είδαμε πιο πάνω, είναι:

-Nα υπάρξει παράνομη παράλειψη, δηλαδή υπαίτια αμέλεια.
-Nα υπάρχει υποχρέωση εκτέλεσης καθήκοντος και παραβίασή του.

Σαν αποτέλεσμα να προκύψει ο θάνατος. Όπως ρητά προνοείται στο Άρθρο 205 (2) δεν είναι ανάγκη να υπάρχει πρόθεση πρόκλησης θανάτου.

Η ερμηνεία της «υπαίτιας αμέλειας», ως επίσης και των συστατικών στοιχείων του κακουργήματος, εναπόκειται βεβαίως στο Δικαστήριο το οποίο θα λάβει υπόψη του -χωρίς να δεσμεύεται- και την αγγλική νομολογία, δηλαδή αποφάσεις επί του θέματος σε σχέση με την ανθρωποκτονία. Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία και την απόφαση R v. Αdomako [1995]1 AC 171 της Βουλής των Λόρδων, όπως επιβεβαιώθηκε από το αγγλικό Εφετείο R. v. Misra [2004] EWCA C r i m 2375, (2005) 1 Cr App. R. 21, ανθρωποκτονία η οποία προκαλείται από μεγίστη αμέλεια «gross negligence manslaughter» υπάρχει όπου:

(1) Ο κατηγορούμενος όφειλε στο θύμα καθήκον να μην είναι αμελής έναντί του
(2) Όπου υπάρχει παράβαση του καθήκοντος
(3) Όπου η παράβαση προκάλεσε το θάνατο και
(4) Η παράβαση είναι μεγίστου μεγέθους που να δικαιολογεί ποινική καταδίκη.

Η τραγωδία στο Μαρί


Σε σχέση με τα γεγονότα της έκρηξης στο Μαρί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι:

1. Υπήρχε καθήκον έναντι των θανατωθέντων λήψης μέτρων για την ασφάλειά τους. Αυτό το καθήκον φροντίδας ερμηνεύεται όπως και στο Αστικό Δίκαιο γενικότερα της αμέλειας. Στην πραγματικότητα το καθήκον οφείλεται έναντι οποιουδήποτε ο οποίος είναι προβλεπτόν ότι θα ζημιωθεί από τις πράξεις και/ή παραλείψεις. Συνεπώς όλοι οι οποίοι διαχειρίστηκαν το θέμα της αποθήκευσης και φύλαξης του εκρηκτικού φορτίου, το οποίο έθεσαν υπό τον έλεγχό τους, είχαν καθήκον φροντίδας έναντι των θανόντων.

2. Περαιτέρω θα τεθεί το ερώτημα αν υπάρχει παράβαση του καθήκοντος αυτού. Το κριτήριο ακόμη και στο Ποινικό Δίκαιο είναι κατά πόσον οι πράξεις και/ή παραλείψεις των κατηγορουμένων ήταν κατώτερες του επιπέδου που αναμένεται από ένα λογικό πρόσωπο που κατέχει τις γνώσεις και την εμπειρία του κατηγορουμένου. Συνεπώς εξαρτάται στην κάθε περίπτωση των διαχειριστών του όλου θέματος κατά πόσον επέδειξαν συμπεριφορά, διά των πράξεων και/ή παραλείψεών τους, κατώτερη από αυτό που ανεμένετο από ένα λογικό πρόσωπο που διαθέτει τη γνώση και εμπειρίες.

3. Το ότι σαν αποτέλεσμα της παράβασης του καθήκοντος επήλθε ο θάνατος δεν υπάρχει αμφιβολία, κατά την γνώμη μου, κάτω από τις περιστάσεις όπως έχουν δημοσιευθεί.

4. Τέλος, όμως, για να βρεθεί κάποιος ένοχος ανθρωποκτονίας λόγω μεγίστης αμέλειας πρέπει να καταδειχθεί ότι επεδείχθη μεγίστη αμέλεια. Στην υπόθεση Αdomako ο Λόρδος MacKay καταλήγει ότι οι ένορκοι θα πρέπει να πεισθούν ότι οι πράξεις ή παραλείψεις του κατηγορουμένου ήταν τόσο κακές (bad), ούτως ώστε να αξίζουν ποινικής καταδίκης.

Το ενδεχόμενο ποινικών κυρώσεων

Το θέμα δεν είναι απλώς, όπως είδαμε πιο πάνω, απλής αμέλειας για την οποία πρέπει να υπάρξει αποζημίωση, αλλά κατά πόσον η αμέλεια είναι μεγίστης μορφής που να δικαιολογεί την επιβολή ποινικών κυρώσεων.

Όλα τα γεγονότα, σύμφωνα με την απόφαση Adomako, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όπως π.χ. κατά πόσον ο κατηγορούμενος προείδε ότι οι πράξεις ή παραλείψεις του θα προκαλούσαν θάνατο, τα κίνητρα του κατηγορουμένου, την αδιαφορία την οποία επέδειξε για το όλο θέμα, τη δικαιολογία και επεξηγήσεις τις οποίες δίδει ο κατηγορούμενος για τις ενέργειες και/ή παραλείψεις του και, όπως κατέληξε ο δικαστής, κατ’ ουσίαν το τι θα αποφασίσουν οι ένορκοι είναι το πόσον κακές ήταν οι πράξεις του κατηγορουμένου (the badness of the defendants actions). Ακόμα και στην Αγγλία δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος προείδε την πιθανότητα θανάτου, για σκοπούς καταδίκης. Αν ασφαλώς την προείδε, τότε η πιθανότητα καταδίκης είναι πολύ μεγαλύτερη.

Όπως είδαμε πιο πάνω, σύμφωνα με τον κυπριακό ποινικό κώδικα, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας υπάρχει όπου καταδειχθεί υπαίτια αμέλεια παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος. Είναι προφανές, κατά την γνώμη μου, ότι η υπαίτια αμέλεια είναι ανάλογη της μεγίστης αμέλειας, «gross negligence», η οποία ισχύει και στο αγγλικό δίκαιο δεδομένου ότι και ο ίδιος ο κυπριακός κώδικας δέχεται διαβαθμίσεις της αμέλειας.

Εκ πρώτης όψεως εμπλέκονται σε αμέλεια

Έχω την άποψη ότι όσοι διαχειρίστηκαν το θέμα αποθήκευσης και φύλαξης του εκρηκτικού φορτίου και είχαν τον έλεγχο ή το δικαίωμα ελέγχου αυτού, από τον Πρόεδρο και κάτω, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργικού Συμβουλίου που ασκεί την εκτελεστική εξουσία αλλά και των αρμόδιων υπουργών (βλ. Άρθρα 46, 54 και 58 του Συντάγματος), εκ πρώτης όψεως εμπλέκονται σε υπόθεση ποινικής αμέλειας κατά τα Άρθρα 205 και ή 210 του Ποινικού Κώδικα.

Έχω, επίσης, την άποψη ότι από τη στιγμή που το φορτίο περιείχε, ως γνωστόν, εκρηκτικές ύλες, η υποτίμηση του κινδύνου συνιστά αμέλεια όπως και η παράλειψη συνεχούς και πλήρους ενημέρωσης. Δεν αναγνωρίζεται υπεράσπιση τού τύπου «δεν ενημερώθηκα» ή ανάθεση του χειρισμού του θέματος σε τρίτους. Ο έχων τον έλεγχον του επικίνδυνου φορτίου έχει συνεχές και αμετάθετο καθήκον διασφάλισης της ασφαλούς φύλαξης αυτού έναντι παντός τρίτου που είναι προβλεπτόν ότι θα υποστεί προσωπική βλάβη σε περίπτωση έκρηξης.

Τελικός κριτής, βεβαίως, θα είναι το Δικαστήριο. Σε περιπτώσεις όπου η μαρτυρία οδηγεί εκ πρώτης όψεως προς την κατεύθυνση ύπαρξης αμέλειας και απώλειας ζωής δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, μέσα στο «κράτος δικαίου» το οποίο υφίσταται και στην Κύπρο, ανάλογη θα είναι και η κατεύθυνση του Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά το Σύνταγμα, κατ’ εξοχήν αρμοδίου για την έναρξη οποιαδήποτε ποινικής διαδικασίας, μη αποκλειομένων επίσης των ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων από άμεσα επηρεαζομένους.

ΔΡ. ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ
Αν. Καθηγητής Δικαίου, Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου