Σύμφωνα με το παγκόσμιο εορτολόγιο της UNESCO, η 21η Φεβρουαρίου έχει καθιερωθεί από το 1952 ως Ημέρα Μητρικής Γλώσσας, με σκοπό την προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας και τη διάσωση των ολιγότερον ομιλουμένων γλωσσών. H εξαγγελία, που ηχεί όχι, απλώς, ως κινδυνολογία ή κύμβαλον αλαλάζον θεωρητικών παροτρύνσεων, αλλά ως υπαρκτός κίνδυνος ενόψει της σημερινής ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης, δεν εξαντλείται σε επετειακές υπομνήσεις της μιας ημέρας, αλλά παρατεταμένα εκπέμπει το σήμα προειδοποίησης και τις επείγουσες σημάνσεις καίριων προβληματισμών.

Το κρίσιμο, εντούτοις, ερώτημα δεν είναι κατά πόσον η ελληνική γλώσσα προωθεί τη γλωσσική πολυμορφία ή προωθείται από τη «βιοποικιλότητα» της πολυπολιτισμικής πολυγλωσσίας, αλλά εάν χρήζει μεγαλύτερης διάδοσης και εντονότερης παρουσίας στο διεθνές προσκήνιο απ' ό,τι διάσωσης.

Η σωστική, εν άλλοις λόγοις, υπεράσπιση και περιφρούρησή της δεν έγκειται στα σύνδρομα φοβίας του εγκλεισμού και του εξορκισμού ορατών εχθρών ή πολεμίων αοράτων, αλλά στην εδραίωση της γηγενούς της ταυτότητας και της δυναμικής πολιτισμικής της ανάδειξης.

Επειδή, προφανώς, η παμμήτωρ Ελληνική, ήτοι ακένωτη μήτρα και μητέρα γλωσσών και δη των δυτικοευρωπαϊκών, αν και δεν έχει ανάγκη διαπιστευτηρίων της αρχέγονης μητρότητάς της, καθώς και ειδικών γλωσσικών συστάσεων περί της αδιάσπαστης ενότητας, της ανθεκτικής συνέχειας και της ευεργετικής μεταδοτικότητάς της, δεν παύει να είναι μια μικρή ψηφίδα στο μωσαϊκό της πολυεθνικής πανσπερμίας με τις 7.000 περίπου από τις πλέον ή έλαττον ομιλούμενες γλώσσες· παρά τη μοναδικότητα της λάμψης ενός απαράμιλλου παραγωγικού πλούτου, που δεν αποθησαυρίζεται μόνο σε παλίμψηστα και μουσειακούς κώδικες, αλλά αποκωδικοποιεί ταυτόχρονα τη δυνάμει εξακτίνωσή της στο οικουμενικό γλωσσικό στερέωμα.

Δεν μας παρηγορεί, επομένως, μήτε, οψιγενώς, μας λυπεί που «την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ώς μέσα στη Βακτριανή την πήγαμε, ώς τους Ινδούς», μα κάποιοι άλλοι στίχοι του Καβάφη θα πρέπει να μας αφυπνίσουν, επιτέλους, τη συνείδηση της γλωσσικής μας ελληνοπρεπούς επιβίωσης:

«Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται / εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι / με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους. / Το μόνο που τους έμενε προγονικό / ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, / με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους. / Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής / τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται, / και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, / που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι. / Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους. / Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες - / Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί· / και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, / να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά / βγαλμένοι - ω συμφορά! - απ’ τον Ελληνισμό».

Τα πρώτα και ακροτελεύτια μηνύματα του ποιήματος αιχμηρώς επίκαιρα όχι του επικείμενου ή μακροπρόθεσμου αφανισμού είτε της θνησιγένειας μιας γλώσσας, που αείζωη κομίζει ανά τους αιώνες τα φώτα του πανανθρώπινου εκπολιτισμού, εμπνέοντας καινοτόμες ιδέες ακόμη για τα πιο σύγχρονα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα.

Το «εξέχασαν» και το «εξέπεσαν» οφείλει να ταλανίζει τον νουν όσων, ιδίως, «ώρισαν και φυλάγουν» τις γλωσσικές μας «Θερμοπύλες» με την εισβολή αλλότριων και ξυλόφθογγων δούρειων ίππων. Ως προς τι «άξιον εστί» να ψιττακίζουμε εική και ως έτυχε το «τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική», όταν δεν αναλογιζόμαστε τη βαριά κληρονομιά της; Και όταν με «αβάσταχτη ελαφρότητα» απεμπολούμε το γλωσσικό μας «είναι» με τον σνομπισμό ή τον λαϊκισμό της ξενότροπης δουλικής μίμησης και του παρεφθαρμένου δήθεν εξελληνισμού αγγλόφωνων, κυρίως, λέξεων;

Αν τα «in» ή «trendy» των «easyway» Greeklish, που κατακλύζοντας νυχθημερόν τα «blogs» και τα «sites» των «social media», καθώς και τα «SMS» στα «mobile smartphones», κακοποιούν τους ανελλήνιστους και ελληνοφοβικούς χρήστες τους, η ελληνική γλώσσα μήτε κακοποιείται μήτε εκβιάζεται από κακόγουστες αγλωσσίες. Ούτε και ενοχοποιείται το διαδίκτυο αν, απεναντίας, δεν αξιοποιούνται οι διάφοροι ιστότοποι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για την καλλιέργεια γραπτής δημιουργικής έκφρασης.

Η παμμήτωρ και μουσομήτωρ, κατά τον Αισχύλειο ορισμό, γλώσσα μας, αθάνατη τροφός του ενδιάθετου και εκπεφρασμένου νοήμονος Λόγου, καθώς και του πεφωτισμένου πολιτισμικού νοήματος, όπως έχει καταδείξει ο ιστορικός βίος των 4000 χρόνων της, δεν κινδυνεύει μήτε από αφομοιωτικές ενσωματώσεις και λεξιλογικούς δανεισμούς μήτε από τις όποιες ιμπεριαλιστικές διαθέσεις κανενός αγγλοαμερικανισμού. Μόνο οι Έλληνες κινδυνεύουν από λήθη, έκπτωση και παραίτηση της γλωσσικής τους ιθαγένειας, αν δεν «πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί» τους.