Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΟΥ ΤΣΙΠΡΑ ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΟΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΤΑΙ ΓΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Απροετοίμαστος ήταν ο Έλληνας Πρωθυπουργός, χωρίς επιχειρήματα και προτάσεις απέναντι σ' ένα ακροατήριο που έψαχνε ευκαιρίες για επενδύσεις

Δεν ήταν τα κακά Αγγλικά του Αλέξη Τσίπρα που ευθύνονται εξολοκλήρου γι’ αυτό το αποτέλεσμα


Το πρώτο μισό της ευκαιρίας του Αλέξη Τσίπρα να πείσει τους διεθνείς επενδυτές, ότι η Ελλάδα είναι ένας τόπος κατάλληλος για να φέρουν τα κεφάλαιά τους επενδύοντας με προοπτική, χάθηκε. Παρά το γεγονός ότι όλα είχαν στηθεί όπως έπρεπε, παρά το γεγονός ότι όλοι ήταν υπέρ του, παρά επίσης το γεγονός ότι η ατζέντα ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τού προφίλ που θέλει να εμφανίσει προς τα έξω, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, ενώ είχε την μπάλα στα πόδια του και τον τερματοφύλακα «στημένο», επέλεξε να την κλοτσήσει έξω. Ούτε καν δοκάρι κι έξω η μπάλα άγγιξε σχεδόν το σημαιάκι του κόρνερ.

Τι συνέβη;

Η ευκαιρία αυτή προσφέρθηκε στον Αλέξη Τσίπρα ουσιαστικά μέσω της Γιάννας Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, η οποία πέρα από την οικονομική ενίσχυση που προσφέρει στο Ίδρυμα Κλίντον, διατηρεί στενή προσωπική σχέση και με τον ίδιο τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ. «Ο άνθρωπος στα χέρια του οποίου ο ελληνικός λαός έχει εναποθέσει την εμπιστοσύνη και το μέλλον του», ήταν η προσφώνηση της κ. Αγγελοπούλου για τον Έλληνα Πρωθυπουργό, με το ακροατήριο να τον υποδέχεται θερμά. Ωστόσο, εκείνος συμπεριφέρθηκε μάλλον λες και δεν βρισκόταν στη μήτρα του δυτικού καπιταλισμού, λες και δεν ήξερε ποιος ήταν ο συνομιλητής, λες κι έπεσε από τον ουρανό σ' ένα περιβάλλον που προσήλθε για να ακούσει «κάτι» που θα γεννούσε εμπιστοσύνη για επενδύσεις.

Τέτοιες ευκαιρίες δεν προσφέρονται συχνά. Πολλοί θα ήθελαν να έχουν βρεθεί τετ-α-τετ με τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, σε ένα από τα σημαντικότερα ιδρύματα του κόσμου, το Clinton Global Initiative,
να συνομιλήσουν μαζί του, να δεχτούν ερωτήσεις και να δώσουν απαντήσεις ενώπιον μερικών χιλιάδων μεγαλοεπενδυτών, που ψάχνουν ευκαιρίες και προσφέρουν εμπιστοσύνη και (κατά συνέπειαν) ανάπτυξη.

Ο Αλέξης Τσίπρας είχε την ευκαιρία να πείσει με τα λεγόμενά του, τη στάση του, την πυγμή και την αποφασιστικότητά του, ότι η Ελλάδα δεν είναι πλέον μια χώρα με αρνητική ροπή στην οικονομία, αλλά μια χώρα που μπορεί, θέλει κι επιχειρεί εμπράκτως να επανέλθει στον κόσμο των αναπτυσσομένων. Μια χώρα που μπορεί να τα καταφέρει και πάλι, αρκεί να της δοθεί ένα minimum εμπιστοσύνης. Είχε την ευκαιρία να εμφανιστεί και στο μεγάλο πεδίο μάχης, φέροντας το ίδιο χάρισμα που έχει στην ελληνική αρένα. Τι συνέβη, όμως;

Ήταν λάθος

Στη συνομιλία, την οποία μετέδωσε ζωντανά το CNN, ο Αλέξης Τσίπρας ήταν δεν ήταν λίγος. Ήταν λάθος. Εμφανώς έξω από τα νερά του, απροετοίμαστος στις ερωτήσεις που δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη, εμφανίστηκε αμήχανος. Όταν είχε επισκεφθεί την Αμερική για πρώτη φορά το 2013, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το κλίμα ήταν πολεμικό προς το πρόσωπό του, αντιμετωπιζόταν σχεδόν ως η απειλή που θέλει να τα τινάξει όλα στον αέρα, ως το αγκάθι που δεν θα άφηνε την -έστω και λανθασμένη- συνταγή των Μνημονίων, να εξελιχθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα.

Τώρα και μετά την ψήφιση του 3ου Μνημονίου, η διεθνής κοινότητα βλέπει στο πρόσωπό του την ελπίδα. Ωστόσο, εκεί που έπρεπε να αρπάξει την ευκαιρία και να εξηγήσει ότι το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα αρχίζει να σταθεροποιείται μετά και την πρόσφατη εκλογική νίκη, εκεί που έπρεπε να φανεί εγγυητής του μέλλοντος αυτής της μικρής χώρας που έχει απασχολήσει πολύ τους θεσμικούς της συμμάχους, ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να προκαλέσει γέλιο στο ακροατήριο, το οποίο για κακή τύχη όλων, αποτελείτο από προσωπικότητες από τον χώρο της οικονομίας και της πολιτικής.

Δεν έφταιξαν τα Αγγλικά

«Αν δειπνήσω με ανθρώπους που αγαπούν την Ελλάδα και θα ήθελαν να επενδύσουν εκεί, πού θέλετε να τους ζητήσω να επενδύσουν; Έχετε έναν κατάλογο επενδύσεων, που επιθυμείτε να προτείνετε;», ρώτησε ο Μπιλ Κλίντον, δίνοντας την ασίστ, με τον Έλληνα Πρωθυπουργό να μην ξέρει τι να την κάνει. Έτσι, την έδιωξε σπασμωδικά από πάνω του, σερβίροντας αοριστολογίες και τίποτα επί της ουσίας. Όταν, δε, ρωτήθηκε αν γνωρίζει ότι στη Βόρεια Ελλάδα παράγεται ηλεκτρική ενέργεια, η οποία πωλείται στη Γερμανία, ο Έλληνας Πρωθυπουργός απλώς… δεν απάντησε, αναγκάζοντας τον Μπιλ Κλίντον να αλλάξει θέμα.

Δεν ήταν τα κακά Αγγλικά του Αλέξη Τσίπρα που ευθύνονται εξολοκλήρου γι’ αυτό το αποτέλεσμα. Εξάλλου, ο Ιταλός Πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντζι, που ακολούθησε αμέσως μετά, πάλι σε μέτρια αγγλικά μίλησε. Ήταν το γεγονός ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός ήταν απροετοίμαστος για τη συγκεκριμένη ευκαιρία. Η έλλειψη προτάσεων κι επιχειρημάτων, που να μπορούν να καταλάβουν όσοι είχαν στραμμένο το βλέμμα πάνω του, η έλλειψη συντονισμού με τον συνομιλητή και το ακροατήριο, η εμμονή σε θέματα που καθόλου δεν αφορούσαν όσους βρίσκονταν εκεί και η κακή γλώσσα του σώματος, είναι μερικοί από τους λόγους της συγκεκριμένης αποτυχίας. Ούτε τα χαρτιά με τις σημειώσεις, στις οποίες συνεχώς έριχνε ματιές, ούτε το υπερβολικά καλό κλίμα που είχε φτιαχτεί πριν ξεκινήσει η συζήτηση, μπόρεσαν να βοηθήσουν.

Το όπλο και ο στόχος

Ο Αλέξης Τσίπρας πήγε στην Αμερική με ένα όπλο κι ένα στόχο. Όπλο του, η εκλογική νίκη στις 20 Σεπτεμβρίου και η ενισχυμένη του θέση σε πολιτικό επίπεδο, απέναντι στους εσωτερικούς του αντιπάλους. Ο στόχος, να πείσει για την αναγκαιότητα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους ως προαπαιτούμενο για τον αναπτυξιακό δρόμο. Το όπλο δεν ήταν αρκετό. Χρειαζόταν καλή προετοιμασία, πειθώ και, κυρίως, πολύ συγκεκριμένα επιχειρήματα, προκειμένου να καταφέρει να ανοίξει ένα κανάλι επικοινωνίας με το Δημοκρατικό Αμερικανικό Κόμμα, και τα κέντρα εξουσίας κι επιρροής των ΗΠΑ.

Όμως, ο Αλέξης Τσίπρας μάλλον δεν είχε επενδύσει σε αυτά, εκπέμποντας την εικόνα του χρυσόψαρου έξω απ' τη γυάλα. Όσον αφορά τον -κατά τα λοιπά σωστό- στόχο, αν αυτός επιτευχθεί, μάλλον δεν θα οφείλεται στην ικανότητα του Αλέξη Τσίπρα να σημαδεύει σωστά και να πατάει εγκαίρως τη σκανδάλη.

Σχετικά με το δεύτερο μισό της ευκαιρίας, δεν είναι ακόμα χαμένο. Αφορά στις πράξεις και όχι στα λόγια, στα έργα και όχι στην επικοινωνία. Το δεύτερο μισό της ευκαιρίας αφορά στην εξαργύρωση της πίστης που του έδωσε ο ελληνικός λαός με την ψήφο του στις 20 Σεπτεμβρίου, αναδεικνύοντάς τον κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού στην Ελλάδα, αφοπλίζοντας προσωρινά τον βασικό του αντίπαλο (τη Νέα Δημοκρατία) και απαλλάσσοντάς τον από κάθε εσωκομματική παραφωνία που εμπόδιζε το όραμά του να προχωρήσει προς τη σωστή κατεύθυνση. Επιστρέφοντας από την Αμερική, ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να αφήσει πίσω του το «Βατερλώ» της Νέας Υόρκης και να παρατάξει τις δυνάμεις του για έναν «Μαραθώνα», απέναντι στον βασικότερο εχθρό του: τον ίδιο τον μπερδεμένο εαυτό του.