Θυμάμαι έντονα τη Σωτηρούλα Χαραλάμπους να βάζει τη σημαία της στην οδό Ορφέως στον Άη Μέμνιο, στο σπίτι που έμενε πριν από την εισβολή. Και μια άλλη σημαία στο πατρικό της στην οδό Μιαούλη, στη Χρυσή Ακτή. Κοντοστάθηκα στη φωτογραφία της, έτσι όπως έσκυβε πάνω απ’ τον μεγάλο χάρτη της Αμμοχώστου, κοιτάζοντας εντατικά τις ελάχιστες κουκκίδες, που αντιλαμβάνομαι καταλαμβάνουν τόσο μεγάλο χώρο μέσα της. Κοντοστάθηκα στα λόγια της που ήταν τόσο προσωπικά: «Για τη δική μας γενιά -και το λέω και το εννοώ- η εφηβεία μας έχει μείνει στο Βαρώσι. Και αναμένουμε την επιστροφή στην πόλη της Αμμοχώστου για να ξανακτίσουμε αυτή την πόλη, όπως αναμένουμε την επανένωση της Κύπρου ολόκληρης».
Σκέφτηκα πολύ την αλήθεια της κουβέντας της - «η εφηβεία μας έχει μείνει στο Βαρώσι». Έψαξα και βρήκα την εικόνα της εφηβείας μας, όπως την αποτύπωσα σε κείμενα που έγραψα από τότε. Γιατί το Βαρώσι και η Αμμόχωστος έχει το βάρος ενός κρυμμένου, ενοχλητικού μυστικού, προερχόμενου από τα βάθη της ύπαρξής μου.
Στην πραγματικότητα την κουβαλώ μέσα μου έτσι ακριβώς όπως την άφησα στις 14 Αυγούστου 1974: Σαν μια ανεκπλήρωτη και μισοτελειωμένη εφηβεία.
Ακατοίκητη από τότε, γονατισμένη πάνω στα συντρίμμια του θανάτου της, καθηλωμένη στην αδράνεια και σταματημένη στον χρόνο, είναι το μαυσωλείο όπου εκτίθενται όλες οι αδυναμίες των αντρών της γενιάς μου και όλα τα επιτεύγματα που ήθελα να κάνω και δεν έκανα. Η εγκατάλειψή της ήταν για μένα η πιο μεγάλη ήττα, μια αποτρόπαιη εκτροπή, που θα έβαζε στη ζωή μου την αμφιβολία και την απογοήτευση.
Όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, προσπάθησα να προχωρήσω και να αφήσω πίσω μου την Αμμόχωστο, για να μπορέσω να μεγαλώσω και να ωριμάσω απερίσπαστος. Ταξίδεψα παντού, σε άλλες χώρες και σε άλλες ηπείρους, πάλεψα, έμαθα, πιστεύω εξελίχτηκα, αλλά όσο κι αν προσποιούμουν ότι την ξέχασα, όλα τα έκανα στη σκιά των ερειπίων της.
Συνεχίζω να σκέφτομαι την Αμμόχωστο και την Κάτω Δερύνεια, όπως την είδα ακουμπώντας στο συρματόπλεγμα που για σαράντα δύο χρόνια φυλακίζει την πόλη.
Συνειδητοποιώ ότι λείπει από τη σκέψη μου και από τα άρθρα που γράφω τώρα το παλιό πνεύμα της παρέας. Γράφω για την παιδική μου ηλικία και όχι πια για συνεστιάσεις επανασύνδεσης στη Δερύνεια και αλλού, στα είκοσι, τριάντα και σαράντα χρόνια μετά την προσφυγιά, ούτε για τους παιδικούς φίλους μου. Τα κείμενά μου είναι μοναχικά, ίσως κυνικά και απόμακρα για κάποιους - μιλούν για μένα και όχι για τους άλλους, γιατί τους άλλους τους έχασα στον δρόμο, έτσι όπως σκορπιστήκαμε σε όλες τις κατευθύνσεις, εκείνο τον τραυματικό Αύγουστο.
Ναι, η εφηβεία μας έχει μείνει στο Βαρώσι. Δεν ήρθε μαζί μας -όπως πάει μαζί με όλους τους άλλους- καθώς μεγαλώναμε προχωρώντας μπροστά.
Ναι, μπορούμε να ξανακτίσουμε την πόλη. Θα είναι όμως μια άλλη πόλη κι εμείς θα είμαστε, πια, άλλοι άνθρωποι.
Όμως έτσι κι αλλιώς, στα θεμέλιά της, θα υπάρχει κάτι από εμάς - κάτι νέο και δυνατό από την εφηβεία μας, που δεν έχει αλλάξει, δεν έχει γεράσει και δεν έχει κουραστεί.