Θυμήθηκα τον άνθρωπο της φωτογραφίας, τον Τουρκοκύπριο Κιαμίλ Μέριτς, από τη Μάραθα, όταν πληροφορήθηκα για την επίθεση Τουρκοκυπρίων στο κοιμητήριο της περιοχής, εναντίον της αντιπροσωπίας του ΑΚΕΛ και του τουρκοκυπριακού κόμματος «Ενωμένη Κύπρος», που επισκέφθηκαν προχθές τους χώρους θυμάτων του 1974 στο κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία, και στο τουρκοκυπριακό χωριό Μάραθα. Εκεί βρίσκονται θαμμένοι Τουρκοκύπριοι δολοφονηθέντες από Ελληνοκύπριους εξτρεμιστές της ΕΟΚΑ Β΄, στις 14 Αυγούστου 1974. Πρόκειται για μια φριχτή, μαζική σφαγή, με θύματα 129 άμαχους Τουρκοκυπρίους, κυρίως γυναικόπαιδα, στα χωριά Μάραθα, Αλόα και Σανταλάρη (κοντά στα ελληνοκυπριακά, κατεχόμενα χωριά Λευκόνοικο, Άγιος Σέργιος και Περιστερώνα Αμμοχώστου).

Είναι ένα ιδιαίτερα ειδεχθές έγκλημα, που προκαλεί πάντα αντιδράσεις κατοίκων, όταν επισκέπτονται Ελληνοκύπριοι τον χώρο και δεν είναι αρκετή η εξήγηση ελληνοκυπριακών κομμάτων, ότι οι αντιδρούντες είναι απλώς «εθνικιστές». Γιατί, δηλαδή, αποκλείουν το ενδεχόμενο, ανάμεσα στους «εθνικιστές» να περιλαμβάνονται και άνθρωποι που απλώς, νιώθουν ακόμα ανυπόφορο πόνο, για τη βάρβαρη και απρόκλητη δολοφονία στενών συγγενών τους, αθώων βρεφών και μικρών παιδιών;

Ανακοινώθηκε σχετικά, ότι για πρώτη φορά κόμματα και από τις δύο κοινότητες, το ΑΚΕΛ και η «Ενωμένη Κύπρος», προχώρησαν σε μια τέτοια κοινή πρωτοβουλία για τη συμφιλίωση, την αλήθεια και την αναγνώριση των λαθών και των εγκλημάτων του παρελθόντος, που διέπραξαν Ελληνοκύπριοι σε βάρος Τουρκοκυπρίων και αντίστροφα.

Όμως, η πρώτη παρόμοια κοινή πρωτοβουλία έγινε στις 4 Ιουλίου 2010, από ομάδα πολιτών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου «Μνήμες», του Πανίκου Νεοκλέους, όπου περιγράφεται το έγκλημα της Μάραθας. Εκείνη την ημέρα, τα μέλη της δικοινοτικής αυτής ομάδας αποπειράθηκαν να καταθέσουν λουλούδια στην αυλή του πατρικού σπιτιού του Πέτρου Σουππουρή στο κατεχόμενο Παλαίκυθρο, όπου στις 17 Αυγούστου 1974, Τουρκοκύπριοι εξτρεμιστές δολοφόνησαν εν ψυχρώ τους γονείς του, τα τρία αδέλφια του και μια θεία του, ανάμεσα σε 17 συνολικά συγχωριανούς του, περιλαμβανομένων δύο βρεφών 7 και 12 μηνών. Οι συμμετέχοντες εμποδίστηκαν από Τουρκοκύπριους να προσεγγίσουν το σπίτι του Πέτρου Σουππουρή (που ήταν παρών στην εκδήλωση) και στη συνέχεια, επισκέφθηκαν και απέθεσαν λουλούδια στο μνημείο έξω από το χωριό Μάραθα, στη μνήμη των δολοφονηθέντων Τουρκοκυπρίων.

Ο Κιαμίλ Μέριτς, που τον φωτογράφισα εκείνη την ημέρα στη Μάραθα, ενώ κάλυπτα για τη «Σ» το σχετικό ρεπορτάζ, μου είπε ότι οι δολοφόνοι σκότωσαν τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του:
«Για έντεκα μήνες, είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος, αλλά όταν έρθει ο Ιούλης και ο Αύγουστος, δεν είμαι ο εαυτός μου, είμαι κάποιος άλλος», μου είπε και πρόσθεσε: «Η συγγνώμη σας, εσάς των Ελληνοκυπρίων, δεν είναι αρκετή. Θέλω να ρωτήσω, αν τα πέντε μου παιδιά ζούσαν σήμερα, πόσων χρόνων θα ήταν; Οι δολοφόνοι ήρθαν στα σπίτια μας, πήραν τις γυναίκες και τα παιδιά μας, αφού οι άντρες, λείπαμε - είχαμε συλληφθεί και μεταφερθεί αιχμάλωτοι στη Λεμεσό. Μετά που αφέθηκα ελεύθερος κι επέστρεψα στο σπίτι μου, ο κόσμος ήταν πια μαύρος για μένα. Όταν άνοιξαν τον τάφο, βρήκαν τη γυναίκα μου να κρατά το μικρότερο παιδί μας, 18 μηνών - και το μωρό μου είχε σαράντα σφαίρες στο σώμα του».