Ξέρουν πως η σημερινή ΕΕ δεν τολμά να επιβάλει κυρώσεις εναντίον τους και πως οι λεκτικές υποδείξεις δεν έχουν πραγματικό αντίκρισμα
Η νέα ενέργεια της κατοχικής Τουρκίας, να καταθέσει 64σέλιδο έγγραφο στο πλαίσιο του Συμβουλίου Σύνδεσης, με αναφορά στην «εκλιπούσα» (defunct) Κυπριακή Δημοκρατία, συνιστά θρασύτατη εξοντωτική πολιτική επίθεση κατά της χώρας μας. Αποδεικνύει πως οι τουρκικοί στρατηγικοί σχεδιασμοί κλιμακώνονται, επιδιώκοντας την αποαναγνώριση και κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε να διευκολυνθεί η παρθενογένεση ενός νέου πολιτειακού μορφώματος, με δύο ισότιμα «συνιστώντα κράτη», όπως επιδιώκει η Τουρκία.
Έζησα από κοντά, ως Ευρωβουλευτής, Μέλος της Μεικτής Διακοινοβουλευτικής Επιτροπής ΕΕ-Τουρκίας και όχι μόνο, τα οργιώδη παρασκήνια των φιλοτουρκικών λόμπι, τις μεθοδεύσεις για προώθηση των τουρκικών αξιώσεων και τη λυσσαλέα άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει την Κυπριακή Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κατά το β’ εξάμηνο του 2012. Γνωρίζω πώς πολιτεύονται και πώς διεκδικούν Τούρκοι και Τ/κύπριοι πολιτικοί σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Ξέρουν να ελίσσονται. Να εκλιπαρούν και να παρουσιάζονται ως θύματα, όταν ζητούν κάτι. Να προκαλούν και να απειλούν, όταν δεν γίνεται το δικό τους. Ξέρουν πως η σημερινή ΕΕ δεν τολμά να επιβάλει κυρώσεις εναντίον τους και πως οι λεκτικές υποδείξεις δεν έχουν πραγματικό αντίκρισμα. Από την άλλη, εκμεταλλεύονται και τη δική μας «πολιτική του καλού παιδιού», σαλαμοποιώντας παράλογες διεκδικήσεις και μετατρέποντας τις συνομιλίες σε μιαν ατέρμονη και άκαρπη διαδικασία.
Επανέρχονται διαρκώς στο θέμα του απευθείας εμπορίου, στη δήθεν θυματοποίηση των Τ/κ, στα τουρκικά εγγυητικά δικαιώματα, εμπεδώνοντας τετελεσμένα και παραβιάζοντας ασύστολα το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. Αφελέστατα ανεχθήκαμε κι εμείς, ένα καθαρό πρόβλημα εισβολής-κατοχής, να μετατραπεί σταδιακά σε πρόβλημα διακοινοτικής διαφοράς, κάτι εντελώς λανθασμένο.
Όπως φορτικά επαναλάμβανα και ως ευρωβουλευτής, ανέμενα πως Κυβέρνηση και κόμματα έπρεπε να βρίσκονται ένα βήμα πιο μπροστά από εμάς και μαζί μονόβουλα και συντονισμένα να διεκδικούν περισσότερα από την ΕΕ. Ωστόσο, η υποτονική δήλωση του αναπληρωτή Κυβερνητικού Εκπροσώπου και η τετριμμένη αντίδραση των κομμάτων στη νέα πρόκληση της Άγκυρας, εύλογα προβληματίζουν.
Σύσσωμη η πολιτική ηγεσία και πρωτίστως η Κυβέρνηση οφείλουν να διαμαρτυρηθούν για το νέο τουρκικό έγγραφο, ξεκαθαρίζοντας πως θα ασκήσουν βέτο κατά της Τουρκίας στο άνοιγμα οποιωνδήποτε κεφαλαίων. Πρέπει να αρνηθούν να θυματοποιηθεί ξανά η Κύπρος, γινόμενη το πειραματόζωο για εφαρμογή ενός πρωτοφανούς μορφώματος λύσης που δεν υπάρχει πουθενά, γιατί αυτό επιδιώκει ετσιθελικά η Τουρκία.
Οφείλουν να διευκρινίσουν παντού, πως ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Οι Κύπριοι Ευρωπαίοι πολίτες θα αρνηθούν οποιαδήποτε «κουρέματα» σε επίπεδο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η περυσινή ανοχή που επέδειξαν, άλλωστε, τους δίδαξε πολλά. Η οργή τους συσσωρεύεται.
Δεν ήταν τυχαία η αυξημένη αποχή τους στις πρόσφατες Ευρωεκλογές και η κοινή απαίτηση για τιμωρία των ενόχων της οικονομικής τραγωδίας. Δεν πείθονται πια από επικοινωνιακά τεχνάσματα και ασκήσεις εμφύσησης τεχνητής αισιοδοξίας, γιατί βιώνουν την ανεργία, τη δυσπραγία και τη φτώχια. Δυσανασχετούν και για τη διαχρονική στασιμότητα στο Κυπριακό, γιατί πιστεύουν πως και σήμερα, οι διεξαγόμενες συνομιλίες βρίσκονται στον αναπνευστήρα. Η κατοχική Τουρκία συνεχίζει τον ίδιο αμανέ, εκμεταλλευόμενη την κακή κοινή δήλωση Αναστασιάδη-Έρογλου και τις απαράδεκτες «συγκλίσεις» της περιόδου 2008-12.
Με δεδομένες τις πάγιες τουρκικές απειλές, τα βέτο κατά της ένταξης της Κύπρου σε διεθνείς οργανισμούς, τη μη εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, την παραβίαση διεθνών ψηφισμάτων και δεσμεύσεων, το νέο τουρκικό έγγραφο πρέπει να σημάνει συναγερμό.
Κυβέρνηση και κόμματα, αντιπολιτευόμενα και συμπολιτευόμενα, οφείλουν να συστρατευτούν για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον αλαζονικό εμπαιγμό της Άγκυρας περί «εκλιπούσας» Κυπριακής Δημοκρατίας, με συγκεκριμένη στρατηγική και δράση. Οφείλουν να διεκδικήσουν δυναμικά, πολύ περισσότερα από την ΕΕ, στη βάση της αντιδήλωσης της ΕΕ της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, του Ευρωπαϊκού κεκτημένου ως έχει σήμερα και όλων των κυπρογενών υποχρεώσεων της Τουρκίας.
Και εμείς, ως Ευρωπαίοι πολίτες, οφείλουμε να μην είμαστε παθητικοί αποδέκτες ή «εκλιπόντες» στα όσα συμβαίνουν. Έχουμε υποχρέωση να είμαστε ενεργά παρόντες στην ΕΕ, διεκδικώντας ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότιμη μεταχείριση και κοινοτική αλληλεγγύη, ως μας αρμόζει, χωρίς συμβιβασμούς.